Κυριακή 4 Μαΐου 2014

ΜΑΡΙΑ ΚΑΡΑΜΕΣΙΝΗ: ΜΕΣΟΠΡΟΘΕΣΜΟ 2015-2018 Τέλος της λιτότητας ή μνημόνιο διαρκείας

Με το «Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Προσαρμογής 2015-2018», η Βουλή καλείται επειγόντως να επικυρώσει το σενάριο εξόδου από την κρίση και τα Μνημόνια, που η κυβέρνηση, με τη συνέργεια της τρόικας, προπαγανδίζει συστηματικά στους πολίτες εδώ και μήνες, ως αποτέλεσμα της δήθεν επιτυχίας της συνταγής των Μνημονίων και των πολιτικών που ασκήθηκαν στο όνομά τους. Το Μεσοπρόθεσμο αποτυπώνει το παραπάνω σενάριο αυτό σε αριθμούς. Η λογική στην οποία στηρίζεται λέει ότι είναι δυνατή η ταυτόχρονη επίτευξη ῾῾υψηλών πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων και υψηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης. Συγκεκριμένα, λέει ότι η γενική κυβέρνηση μπορεί να επιτύχει άνοδο του πρωτογενούς πλεονάσματος από 0,8% του ΑΕΠ το 2013 στο 5,3% του ΑΕΠ το 2018 χωρίς να εμποδίσει την οικονομία να σημειώσει ελαφρά ανάκαμψη το 2014 και να αναπτύσσεται με 3,3% το χρόνο κατά μέσο όρο την περίοδο 2015-2018. Η λογική αυτή είναι διάτρητη από πολλές πλευρές. Για το ύψος του δημοσιονομικού κενού των ετών 2014-16, το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο υιοθετεί τις προβλέψεις της πρόσφατης Έκθεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (7,8 δισ. ευρώ) και προβλέπει επιπρόσθετο κενό ύψους 1,5 δισ. ευρώ για το 2017῾῾-18. Η κυβέρνηση δεν σχεδιάζει την κάλυψη των δημοσιονομικών κενών με τη μείωση των πρωτογενών δημοσίων δαπανών που προβλέπεται να παραμείνουν συνολικά σταθερές, παρά την εσωτερική ανακατανομή τους (π.χ. μείωση συντάξεων, αμοιβών προσωπικού κλπ.), αλλά από την αύξηση των δημοσίων εσόδων, ως αποτέλεσμα της ανόδου του ΑΕΠ από το 2015 και ύστερα. Όμως, σύμφωνα με το Μεσοπρόθεσμο, τα δημόσια έσοδα θα αυξηθούν κατά 9,3%, ενώ το ΑΕΠ κατά 14% μεταξύ 2014 και 2018. Αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση «υπόσχεται» την επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων όχι μόνο με τη σταθεροποίηση των πρωτογενών δημοσίων δαπανών και την αύξηση του ΑΕΠ αλλά και με ταυτόχρονη ελάφρυνση του φορολογικού βάρους. Μια ροζ μαγική εικόνα «τέλους της λιτότητας» και εξόδου από την κρίση που φιλοτεχνεί η κυβέρνηση με το φόβο της εκλογικής συντριβής στις κάλπες του Μαΐου και ενδέχεται να εμπεριέχει «κρυφές ατζέντες» ή άλλες συμφωνίες με την τρόικα. Το στοίχημα της κυβέρνησης είναι οι εξαγωγές και οι επενδύσεις του μεγάλου εγχώριου και ξένου κεφαλαίου να δώσουν μια ισχυρή αναπτυξιακή ώθηση στην οικονομία. Για να το επιτύχει έχει αποφασίσει να τα δώσει όλα: ξεπούλημα των δικαιωμάτων της μισθωτής εργασίας και της δημόσιας περιουσίας, υποβάθμιση του περιβάλλοντος, καταστροφή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών. Όμως η επιτυχία του παραπάνω «σεναρίου εξόδου από την κρίση» και οι κρυφές ατζέντες σκοντάφτουν πρώτα απ’ όλα στην κάλυψη του δημοσιονομικού και χρηματοδοτικού κενού την τριετία 2014-16 και στην αναδιάρθρωση του χρέους. Σύμφωνα με το Μεσοπρόθεσμο, οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας είναι καλυμμένες για τους επόμενους 12 μήνες, ακόμα και με ενδεχόμενη νέα προσφυγή στις διεθνείς αγορές με έκδοση νέου ομολόγου, ασχέτως εάν αυτό επιδεινώσει περαιτέρω την υπερχρέωση του κράτους. Στον ορίζοντα αναμένει η σύναψη νέου δανείου με τα κράτη της ευρωζώνης ή τον ESM που (το πιθανότερο) είναι να συνοδεύεται από ένα τρίτο Μνημόνιο. Προς το παρόν, εάν δεν δρομολογηθούν πολιτικές εξελίξεις από μία σημαντική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, η κυβέρνηση θα έχει το καλοκαίρι να υλοποιήσει τα ήδη γνωστά προαπαιτούμενα μέτρα για την εκταμίευση των δύο δόσεων του δανείου (Ιουνίου και Ιουλίου) ύψους 2 δισ. ευρώ, καθώς και τα νέα μέτρα του επικαιροποιημένου δεύτερου Μνημονίου (4η αναθεώρηση) που επισυνάπτεται στην πρόσφατη Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την πορεία του Μνημονίου. Αυτά περιλαμβάνουν ριζικές αλλαγές στο συνταξιοδοτικό σύστημα συνολικά, στο μισθολόγιο, το καθεστώς απασχόλησης, την αξιολόγηση και τις απολύσεις στο δημόσιο, στο καθεστώς ομαδικών και ατομικών απολύσεων στον ιδιωτικό τομέα, στη λειτουργία των συνδικαλιστικών οργανώσεων, τον τρόπο προκήρυξης των απεργιών, το δικαίωμα εργοδοτών στο λοκ άουτ κλπ. Όπως ήδη γνωρίζουμε από τις πολλαπλές αναθεωρήσεις του πρώτου και δεύτερου Μνημονίου, κάθε νέος γύρος ελέγχου από την τρόικα της υλοποίησης των στόχων και των μέτρων από την ελληνική κυβέρνηση, οδηγεί σε προσθήκες και εξειδικεύσεις νέων μέτρων που αποτελούν νέες δεσμεύσεις του επόμενου γύρου. Οφείλουμε επίσης να ξέρουμε, ότι ακόμα και όταν λήξουν τα Μνημόνια, η Ελλάδα θα βρίσκεται σε καθεστώς «ενισχυμένη επιτήρησης» από την Ε.Ε. μέχρις ότου αποπληρώσει το 75% του χρέους της προς τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης. Κατά το διάστημα που θα βρίσκεται σ’ αυτό το καθεστώς, η όποια ελληνική κυβέρνηση θα υφίσταται έλεγχο της δημοσιονομικής και οικονομικής πολιτικής της ανά τετράμηνο και θα δέχεται υποδείξεις υποχρεωτικής συμμόρφωσης σε προτεινόμενα μέτρα από τα κοινοτικά όργανα επιτήρησης. Μετά την πάροδο αυτού του διαστήματος, η χώρα θα μπει σε καθεστώς χαλαρότερης/κανονικής επιτήρησης και θα υποχρεούται να μειώνει το ύψος του δημόσιου χρέους της κατά 5% ετησίως μέχρις ότου αυτό φθάσει στο 60% του ΑΕΠ ενώ θα δέχεται συστάσεις και για τη βελτίωσης της ανταγωνιστικότητάς της. Είτε το έχουμε συνειδητοποιήσει είτε όχι, εισήλθαμε πριν από δύο χρόνια ως λαός σε ένα «μνημόνιο διαρκείας», που απορρέει από το νέο μηχανισμό και τα νέα θεσμικά εργαλεία «Οικονομικής Διακυβέρνησης» της Ε.Ε. Αυτοί επιβάλλουν τις αρχές της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας στην οικονομική πολιτική των κρατών-μελών της. Ο ΣΥΡΙΖΑ και το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς ασκούν καταλυτική κριτική σ’ αυτή τη νέα θεσμική πραγματικότητα και προσπαθούν να αλλάξουν τους πολιτικούς συσχετισμούς για την επαναθεμελίωση της Ε.Ε. Το κεντρικό μήνυμα αυτών των ευρωεκλογών θα πρέπει να είναι ότι, παλεύοντας για την αλλαγή στην Ε.Ε, παλεύουμε για τη ζωή μας στην Ελλάδα. Κυριακή, 04 Μαΐου 2014

Η διαχείριση της κρίσης διαλύει τη συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Έπειτα από πέντε χρόνια οικονομικής κρίσης, η ανεργία στην Ε.Ε. έφτασε σε ύψος που είχε να εμφανίσει επί είκοσι χρόνια, με τις αποκλίσεις μεταξύ του Βορρά και του Νότου της Ευρωζώνης να έχουν αυξηθεί θεαματικά. Ενώ ο πρόεδρος και η κυβέρνηση των ΗΠΑ προσπαθούν πάση θυσία να αποφύγουν από 1ης Μαρτίου μία πολιτική σκληρής λιτότητας που θα επιβράδυνε την οικονομία και θα αναζωπύρωνε την ανεργία και η ιαπωνική κυβέρνηση προσπαθεί να τονώσει την οικονομία με τύπωμα χρήματος, η Ε.Ε. και οι ηγεμονικές δυνάμεις και χώρες σε αυτήν επιμένουν στη δημοσιονομική ορθοδοξία και την προσαρμογή του κοινωνικού κράτους και των εργασιακών κατακτήσεων των λαών της Ευρώπης στις απαιτήσεις του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και των ηγεμονικών μερίδων του για ευνοϊκότερους όρους και νέα πεδία κερδοφορίας. Κυρίως, όμως, οξύνουν την οικονομική και κοινωνική κρίση στον ευρωπαϊκό Νότο, επιβάλλοντας σκληρά μέτρα λιτότητας και ιδιωτικοποιήσεις παντού και αναβάλλοντας την επίλυση της κρίσης χρέους (δημόσιου και ιδιωτικού) μέσω της απευθείας διάσωσης των τραπεζών από τα ευρωπαϊκά ταμεία και της διαγραφής μεγάλου μέρους των διακρατικών δανείων. Η αναβολή δεν σχετίζεται μόνο με την κατάλληλη πολιτική στιγμή που μπορεί η Μέρκελ και οι σύμμαχες προς αυτήν κυβερνήσεις να περάσουν τις «παραχωρήσεις» προς τον ευρωπαϊκό Νότο και την Ιρλανδία από τα κοινοβούλιά τους. Έχει επίσης να κάνει και με το σχέδιο των κυβερνήσεων των δανειστών για μεγιστοποίηση του οφέλους που το μεγάλο τραπεζικό και βιομηχανικό κεφάλαιο των χωρών τους μπορεί να αντλήσει από τις ιδιωτικοποιήσεις δημοσίων επιχειρήσεων, υποδομών, νοσοκομείων, ακινήτων κ.λπ. σε χαμηλή τιμή πώλησης και τους προνομιακούς όρους εκμετάλλευσης νέων τομέων δραστηριότητας στον Νότο, πριν αυτές προβούν στις όποιες «παραχωρήσεις» προς τις κυβερνήσεις-οφειλέτες. Οπωσδήποτε, η ένταξη των εξόδων ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών στο κρατικό χρέος και η ένταξη των «υπό διάσωση» χωρών σε Μνημόνια και δανειακές συμβάσεις που δένουν τους λαούς τους χειροπόδαρα αυξάνει τη δυνατότητα πίεσης των κυβερνήσεων των δανειστών για ανταλλάγματα. Το παραπάνω δράμα είναι ακόμα σε εξέλιξη, με την Κύπρο και την Ισπανία να παίρνουν σειρά το 2013. Όμως, αυτό που έχει υποτιμηθεί είναι ότι η κοινωνική διαμαρτυρία, οι εκρήξεις και η πολιτική αστάθεια στις χώρες του Νότου παίζουν μεγάλο ρόλο στον παραπάνω αγώνα της γάτας με το ποντίκι και αποτελούν τον κρισιμότερο παράγοντα ανατροπής των παραπάνω σχεδίων των δανειστών, που επιτρέπουν την αναπαραγωγή των κυρίαρχων τάξεων και ελίτ στις χώρες αυτές. Η παραπάνω διαχείριση της κρίσης έχει ως βραχυχρόνιο τίμημα την επιβράδυνση της οικονομικής μεγέθυνσης και στις δανείστριες χώρες, ωστόσο το προσδοκώμενο μεσο-μακροπρόθεσμο όφελος είναι γι’αυτές πολύ μεγαλύτερης τάξης. Προϋποθέτει την αυξανόμενη απόκλιση του Νότου από τον Βορρά της Ευρωζώνης ως προς τους όρους εργασίας και τα κοινωνικά δικαιώματα και ενταφιάζει την ιδέα και τον στόχο της σύγκλισης των κρατών-μελών και της συνοχής της Ε.Ε. που, από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, αντιστάθμιζε τις αρνητικές επιπτώσεις της ένταξης και συμμετοχής στη διαδικασία οικονομικής ολοκλήρωσης της Ε.Ε. για τις χώρες με χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης. Τα στοιχεία της έκθεσης για την απασχόληση και τις κοινωνικές εξελίξεις στην Ε.Ε. το 2012, που παρουσίασε ο επίτροπος Laszlo Andor την προηγούμενη Τρίτη, δείχνουν ότι μετά από πέντε χρόνια οικονομικής κρίσης, η ανεργία στην Ε.Ε. έφτασε σε ύψος που είχε να εμφανίσει επί είκοσι χρόνια, με τις αποκλίσεις μεταξύ του Βορρά και του Νότου της Ευρωζώνης να έχουν αυξηθεί θεαματικά. Επίσης, η μείωση στους πραγματικούς μισθούς και τα οικογενειακά εισοδήματα και η αύξηση της φτώχειας και του αποκλεισμού υπήρξε πολύ εντονότερη στα κράτη - μέλη της νότιας και ανατολικής Ευρώπης. Η προ της κρίσης τάση σύγκλισης του επιπέδου ζωής μεταξύ του κέντρου και της περιφέρειας της Ευρωζώνης και των νέων και παλιών χωρών μελών έχει αντιστραφεί, ενώ η συνεχιζόμενη καταστροφή του παραγωγικού ιστού από την παρατεταμένη και βαθιά ύφεση στην Ελλάδα και η προοπτική βαθέματος της ύφεσης σε Πορτογαλία, Ισπανία και Ιταλία, ως συνέπεια της αυστηροποίησης των μέτρων λιτότητας, σε συνδυασμό με διαρθρωτικές αλλαγές που περιορίζουν τα εργασιακά δικαιώματα και αποβλέπουν στη δραστική συρρίκνωση της απασχόλησης, των μισθών και των δικαιωμάτων των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα προοιωνίζεται συνέχιση της τάσης απόκλισης με τον Βορρά της Ε.Ε. ως προς την επιδείνωση της ανεργίας, των εισοδήματων και των κοινωνικών παροχών. Βέβαια, η μείωση των εργασιακών και κοινωνικών κατακτήσεων δεν αποτελεί αποκλειστικό «προνόμιο» των λαών της νότιας και της ανατολικής Ευρώπης. Ωστόσο, οι ασκούμενες πολιτικές στις χώρες υπό την κηδεμονία των εξωτερικών δανειστών και των εγχώριων συμμάχων τους υπονομεύουν τις δυνατότητες παραγωγικής ανασυγκρότησης των οικονομιών αυτών σε μία βάση που να προοιωνίζεται την αντιστροφή της κοινωνικής οπισθοδρόμησης που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια. Κυρίως όμως, το αναπτυξιακό μέλλον που υπόσχονται τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής της Ε.Ε. και του ΔΝΤ -στη βάση του χαμηλού εργατικού κόστους και των ξένων επενδύσεων- είναι εντελώς αβέβαιο, στο πλαίσιο ενός διεθνούς ανταγωνισμού που φέρνει στο προσκήνιο χώρες χαμηλότερου εργατικού κόστους, με σημαντικότερα συγκριτικά πλεονεκτήματα για τις ξένες επενδύσεις. Η επιβολή του παραπάνω «αναπτυξιακού μονόδρομου» από τις ηγεμονικές χώρες του Βορρά (Γερμανία, Ολλανδία, Αυστρία, σκανδιναβικές χώρες) στις χώρες του Νότου και της ανατολικής Ευρώπης αντανακλάται και στις συζητήσεις που έχουν ξεκινήσει για τον προϋπολογισμό της Ε.Ε. την περίοδο 2014-2020. Οι χώρες αυτές διεκδικούν αφενός τη μείωση των κονδυλίων για την ευρωπαϊκή περιφερειακή πολιτική και την πολιτική συνοχής της Ε.Ε., αφετέρου τη στέρηση της πρόσβασης στα κράτη που αποκλίνουν από τις δεσμεύσεις του Συμφώνου Σταθερότητας και του Συμφώνου για το ευρώ ή τις ανειλημμένες υποχρεώσεις τους στο πλαίσιο των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής. Επίσης, οι ίδιες χώρες διεκδικούν την αναδιανομή των κονδυλίων αυτών προς όφελος των πλουσιότερων και ενδιάμεσων περιφερειών και εις βάρος των φτωχότερων. Η εγκατάλειψη από τις πλούσιες χώρες της Ε.Ε. της ιδέας της συνοχής της Ε.Ε. μέσω της διαδικασίας οικονομικής και κοινωνικής σύγκλισης των χωρών της είναι ενδεικτική της αλλαγής/μετατόπισης της στρατηγικής και των συμφερόντων τους απέναντι στο σχέδιο ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που εξυφάνθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Οι περίοδοι κρίσης είναι περίοδοι σκληρών ταξικών συγκρούσεων και όξυνσης των κάθε είδους εγωϊσμών (εθνικών, φυλετικών κ.λπ.). Ως εκ τούτου, είναι εντελώς ακατάλληλες για σοσιαλδημοκρατικά συμβόλαια και για αλληλεγγύη στους πιο αδύναμους. Σαρώνουν, επίσης, τις συστατικές ιδέες και τους κεντρικούς ενοποιητικούς στόχους που συγκροτούν τις εθνικές και υπερεθνικές πολιτικές οντότητες. Η τρέχουσα κρίση φαίνεται ότι σαρώνει ήδη τις έννοιες «ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο» ή «ευρωπαϊκή συνοχή». Ταυτόχρονα, ανοίγει τον δρόμο για τη διεκδίκηση από τους λαούς της Ευρώπης, ιδιαίτερα από εκείνους που βλέπουν να εξαφανίζονται οι κατακτήσεις τους, ενός εναλλακτικού σχεδίου για τους θεσμούς και την πολιτική της Ε.Ε. που θα προάγει την οικονομική ευημερία, την κοινωνική δικαιοσύνη και την αλληλεγγύη των λαών. Ημερομηνία δημοσίευσης: 13/01/2013 http://archive.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=742740

Ανεργία: η δύσκολη εξίσωση

Από τις εκλογές του Ιουνίου μέχρι σήμερα, το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ για την ανεργία δεν έχει τύχει περαιτέρω εμβάθυνσης, αν και η από μήνα σε μήνα κατάρριψη νέων ιστορικών ρεκόρ από το ποσοστό ανεργίας προκαλεί ανατριχίλα σε όσους γνωρίζουν ότι η υπέρμετρη ποσοτική διόγκωση της ανεργίας προκαλεί αύξηση της μέσης διάρκειάς της, δυσκολεύοντας αφάνταστα την αντιμετώπισή της. Η απώλεια δεξιοτήτων, η αποθάρρυνση, η παθητικοποίηση και η αποστασιοποίηση των ανέργων από την εργασία αυξάνονται με τη διάρκεια της ανεργίας, καθιστώντας δύσκολη την επανένταξή τους. Σήμερα στη χώρα μας οι μακροχρόνια άνεργοι αποτελούν το 63% του συνόλου και οι άνεργοι με πάνω από δύο χρόνια ανεργίας 36%, ενώ το γενικό ποσοστό ανεργίας έχει ξεπεράσει το ρεκόρ των ΗΠΑ στη Μεγάλη Ύφεση. Η τρόικα και οι μνημονιακές δυνάμεις θεωρούσαν, ήδη από το πρώτο Μνημόνιο, ότι η κοινωνία θα πρέπει να υποστεί μεσοπρόθεσμα τη διόγκωση της ανεργίας, εφόσον αυτή συμβάλλει, μαζί με την αποκαθήλωση του θεσμικού πλαισίου ρύθμισης της αγοράς εργασίας, στο «θεάρεστο» έργο της δραστικής μείωσης του εργατικού κόστους, έναν από τους κύριους στόχους του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής. Αποκαθιστώντας τις απώλειες ανταγωνιστικότητας απ’ όπου και εάν προέρχονταν αυτές, η μείωση του εργατικού κόστους αναμένεται τα επόμενα χρόνια να καταστήσει εκ νέου συμφέρουσες τις ιδιωτικές επενδύσεις που θα φέρουν την ανάκαμψη και θα απορροφήσουν την ανεργία. Μέχρι τότε, οι πολιτικές απασχόλησης θα δρουν αντισταθμιστικά προς αποφυγή της κοινωνικής έκρηξης. Πράγματι, οι μνημονιακές κυβερνήσεις ανέπτυξαν ένα ευρύ φάσμα προγραμμάτων που το 2010-11 ενέπλεξαν σε επιδοτούμενη απασχόληση και κατάρτιση περίπου 6,5% των ανέργων, με μείωση ωφελούμενων το 2012 και νέες εξαγγελίες για το 2013. Για τον ΣΥΡΙΖΑ, το σταμάτημα της ανοδικής πορείας της ανεργίας αποτελεί την πρώτη προτεραιότητα και έχει ως προϋπόθεση την ανάσχεση της ύφεσης με μέτρα ενίσχυσης της ζήτησης των κατώτερων και μεσαίων τάξεων: επαναφορά κατώτατου μισθού, επιδόματος ανεργίας, θεσμικού πλαισίου συλλογικών διαπραγματεύσεων και αφορολόγητου ορίου, ελάφρυνση υπερχρεωμένων νοικοκυριών, αποκατάσταση της ρευστότητας των επιχειρήσεων, φορολογική ανακούφιση μικρομεσαίων εισοδημάτων, χρονική επιμήκυνση επιδόματος ανεργίας, κατώτατο εγγυημένο εισόδημα κλπ. Η απορρόφηση της ανεργίας θα γίνει προοδευτικά, με την παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας. Όμως η απορρόφηση μιας ανεργίας της τάξης του 35% χρειάζεται αρκετά χρόνια για να πραγματοποιηθεί, διάστημα κατά τα οποίο θα δρουν ανενόχλητες οι καταστρεπτικές συνέπειες της μακροχρόνιας ανεργίας, εάν δεν υπάρξει κρατική παρέμβαση. Οι ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης θα μπορούσε να αποτρέψουν τη δημιουργία ενός σκληρού πυρήνα ανέργων που απομακρύνονται οριστικά από την αγορά εργασίας και φυτοζωούν ή στρέφονται προς εγκληματικά κυκλώματα. Σ’ αυτό το σημείο, το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται εμβάθυνση, δεδομένου ότι μέχρι σήμερα η Αριστερά αντιμετώπιζε με μεγάλη καχυποψία τα προγράμματα απασχόλησης, αμφισβητώντας --δικαίως τις περισσότερες φορές-- την αποτελεσματικότητά τους ως προς την καθαρή αύξηση της απασχόλησης και την άμεση ένταξη των ωφελούμενων σε θέσεις σταθερής απασχόλησης και αγνοώντας --αδίκως-- τη συμβολή τους στην πρόληψη ή/και την καταπολέμηση της μακροχρόνιας ανεργίας των πιο ευάλωτων ομάδων, λειτουργώντας ως εφαλτήριο για την διεκδίκηση/μεταπήδηση σε κανονικές θέσεις εργασίας. Πάντοτε βέβαια τίθενται τα ερωτήματα: ποια πολιτική για τι είδους ανεργία, με ποιο συγκεκριμένο στόχο, σε τι συνδυασμό και συνέργεια με άλλες πολιτικές και εντός ποιου μακροοικονομικού πλαισίου. Σήμερα, η διαρκής συρρίκνωση της ζήτησης στην οικονομία και το συνεχιζόμενο μαζικό φαινόμενο κλεισίματος μικρών επιχειρήσεων καθιστούν τα προγράμματα επιδότησης νέων θέσεων απασχόλησης και επιχειρηματικότητας ατελέσφορα και πηγή τεράστιας σπατάλης πόρων που θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν άλλα προγράμματα με πραγματικό αποτέλεσμα στην απασχόληση. Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ μιλάει για επανασχεδιασμό των ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης με σκοπό τη μεγιστοποίηση της κοινωνικής τους αποτελεσματικότητας, χωρίς όμως περαιτέρω εξειδίκευση. Θεωρώ ότι είναι δύο οι τομείς προτεραιότητας για το (επανα)σχεδιασμό των ήδη εφαρμοζόμενων πολιτικών, που μπορούν να απασχολήσουν σημαντικό αριθμό ανέργων: η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία και οι κοινωφελούς χαρακτήρα δραστηριότητες των δήμων. Οι τομείς αυτοί παρουσιάζουν πλεονέκτημα σε σχέση με την απορρόφηση της ανεργίας. Λόγω του είδους των δραστηριοτήτων που καλύπτουν, έχουν μειωμένο κίνδυνο εκτόπισης εργαζομένων από άλλους τομείς της οικονομίας. Ταυτόχρονα, παρουσιάζουν ιδιαίτερα πλεονεκτήματα από τη σκοπιά του κοινωνικού μετασχηματισμού που βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της Αριστεράς. Οι δομές της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, αφενός, περιλαμβάνουν συλλογικές πρωτοβουλίες και δίκτυα ανταλλαγής με δημοκρατικές και αντιιεραρχικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων και διοίκησης και αλληλέγγυες πρακτικές ή συνεταιριστικές μορφές παραγωγής και διανομής. Οι κοινωφελούς χαρακτήρα δραστηριότητες των δήμων και τα αντίστοιχα προγράμματα «κοινωφελούς εργασίας», αφετέρου, αναπτύσσονται στα πεδία του περιβάλλοντος, της κοινωνικής φροντίδας, της εκπαίδευσης και του πολιτισμού, πεδία κρίσιμα για τους πολίτες σε συνθήκες διάλυσης του κοινωνικού κράτους. Ο επανασχεδιασμός των προγραμμάτων μπορεί να αφορά τόσο την αναβάθμιση των σημερινών όρων απασχόλησης σ’ αυτά (επισφάλεια) όσο και τον προσδιορισμό των αναγκών των δημοτών με βάση συμμετοχικές διαδικασίες σε τοπικό επίπεδο (δημοκρατικός προγραμματισμός, συμμετοχικός προϋπολογισμός) που θα φέρουν πιο κοντά την τοπική αυτοδιοίκηση με τις ανάγκες των πολιτών. Είναι βέβαιο ότι ο σχεδιασμός και η υλοποίηση προγραμμάτων ενεργητικής πολιτικής απασχόλησης μεγάλης κλίμακας στους συγκεκριμένους τομείς επί σειρά ετών απαιτεί μεγάλης έκτασης δημόσιους πόρους, ικανότητα σχεδιασμού και υλοποίησης εκ μέρους της τοπικής αυτοδιοίκησης, την κινητοποίηση των τοπικών κοινωνιών, τον πολλαπλασιασμό και τη διεύρυνση των πρωτοβουλιών κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, καθώς και έναν αποτελεσματικό κεντρικό διοικητικό μηχανισμό εποπτείας και διανομής των πόρων. Είναι επίσης βέβαιο ότι η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία και οι κοινωφελούς χαρακτήρα δραστηριότητες των δήμων δεν είναι ικανές να οδηγήσουν από μόνες τους στην απορρόφηση της ανεργίας, αλλά μπορούν να συμβάλουν στην επίλυση της δύσκολης εξίσωσης της ανεργίας που προϋποθέτει πρώτα απ’ όλα την ανακοπή της ύφεσης και την είσοδο της οικονομίας σε αναπτυξιακή τροχιά. Με την αποφυγή της απαξίωσης των δεξιοτήτων, τη διατήρηση του ηθικού των μακροχρόνια ανέργων και την τροφοδότηση του ενάρετου κύκλου της ανάκαμψης μέσω της ζήτησης που απορρέει από το εισόδημα των ωφελούμενων, τα ενεργητικά προγράμματα απασχόλησης θα μπορούσαν να έχουν διακριτό ρόλο σε ένα πρόγραμμα της Αριστεράς για την καταπολέμηση μιας ανεργίας που δεν έχει ιστορικό προηγούμενο στη χώρα μας. Ημερομηνία δημοσίευσης: 10/03/2013 http://archive.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=758535

Η κατάργηση των κοινωνικών πόρων του ασφαλιστικού συστήματος

ΕΝΑ ΑΚΟΜΑ ΒΗΜΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΙΣΟΠΕΔΩΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ Η κατάργηση από 1.1.2015, με το υπό ψήφιση πολυνομοσχέδιο, του συνόλου σχεδόν των κοινωνικών πόρων του ΕΤΑΑ, του ΝΑΤ και των ταμείων επικουρικών συντάξεων και εφάπαξ του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα συνιστά ένα επιπρόσθετο ισχυρό πλήγμα στα έσοδα του συνταξιοδοτικού συστήματος, ένα ακόμα βήμα προς την ισοπέδωση των συντάξεων στο άμεσο και μακροπρόθεσμο διάστημα. Αν και το μέτρο δεν αποτελεί κεραυνό εν αιθρία – υπήρξαν γι’ αυτό συχνές αναφορές στον τύπο τα τελευταία χρόνια – ενέχει στοιχείο αιφνιδιασμού, διότι σηκώνει το αποκλειστικό βάρος της νέας επίθεσης στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα. Κι αυτό διότι η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 3,9 ποσοστιαίες μονάδες δεν έθιξε το ύψος των εισφορών για συντάξεις ή παροχές ασθένειας σε είδος. Το νομοσχέδιο καταργεί τις εισφορές προς τον ΟΑΕΔ για επιδόματα παιδιών, μητρότητας και στρατευμένων και μειώνει αυτές προς τον ΛΑΕΚ και εκείνες προς το ΙΚΑ για παροχές ασθένειας και μητρότητας σε χρήμα. Η κατάργηση των κοινωνικών πόρων των Ταμείων αποτελεί ίσως την τελευταία ψηφίδα στις δομικές αλλαγές του ελληνικού ασφαλιστικού συστήματος που ξεκίνησαν με το πρώτο μνημόνιο το καλοκαίρι του 2010 με στόχο τον περιορισμό των κρατικών επιχορηγήσεων προς το σύστημα, μέσω της δραστικής περικοπής ασφαλιστικών δικαιωμάτων και παροχών. Ισοπέδωση επικουρικών συντάξεων και εφάπαξ Σύμφωνα με δημοσιογραφικές εκτιμήσεις, η κατάργηση κοινωνικών πόρων που προβλέπει το πολυνομοσχέδιο θα δημιουργήσει στα ταμεία επικούρησης και πρόνοιας πρόσθετο χρηματοδοτικό κενό 350 εκατ. ευρώ περίπου. Επειδή το έλλειμμα εσόδων θα συμπέσει με την έναρξη από 1.7.2014 του νέου συστήματος υπολογισμού και αναπροσαρμογής των επικουρικών συντάξεων, αναμένεται ότι από κοινού θα επιφέρουν μεγάλη μείωση παροχών. Πρόκειται για «διανεμητικό σύστημα προκαθορισμένων εισφορών με νοητή κεφαλαιοποίηση» που αντικαθιστά το προϊσχύον «διανεμητικό σύστημα προκαθορισμένων παροχών» για όσους ασφαλίζονται για πρώτη φορά από 1.1.2014 και για τους προηγούμενους ασφαλισμένους για τον χρόνο ασφάλισης από 1.7.2014 και εφεξής. Το τμήμα της σύνταξης που αντιστοιχεί στο χρόνο ασφάλισης μέχρι 30.6.2014 θα υπολογίζεται με βάση το παλαιό σύστημα, ενώ το τμήμα της σύνταξης που αντιστοιχεί στο χρόνο ασφάλισης από 1.7.2014 και μετά, με βάση την «ατομική μερίδα» κάθε ασφαλισμένου, που θα συγκεντρώνει και θα κεφαλαιοποιεί ετησίως τις καταβαλλόμενες εισφορές του ασφαλισμένου στο σύνολο του εργασιακού του βίου. Το νέο σύστημα υπολογισμού των συντάξεων θεσμοθετήθηκε το 2012 για το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης (Ν. 4052). Τώρα το πολυνομοσχέδιο το γενικεύει σε όλα τα ταμεία επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας του Υπ. Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας. Ωστόσο, η αναμενόμενη δραματική μείωση των επικουρικών συντάξεων από 1.1.2015 δεν απορρέει λογικά από την παραπάνω θεσμική αλλαγή, αλλά από ένα άλλο βασικό στοιχείο του νέου συστήματος υπολογισμού του ποσού της σύνταξης: το «συντελεστή βιωσιμότητας», που θα αναπροσαρμόζει σε ετήσια βάση το ύψος των νέων και των ήδη καταβαλλόμενων συντάξεων ώστε να αποφεύγεται η δημιουργία ελλειμμάτων σε κάθε ταμείο, αποκλείοντας τη μεταφορά πόρων από τον κρατικό προϋπολογισμό. Με λίγα λόγια, η κατάργηση από 1.1.2015 των κοινωνικών πόρων των ασφαλιστικών ταμείων θα έρθει να προστεθεί στους υπόλοιπους παράγοντες μείωσης των εσόδων τους (μείωση αποδοχών και απασχόλησης, αύξηση αριθμού ανασφάλιστων λόγω αδυναμίας καταβολής εισφορών), οδηγώντας το ποσοστό αναπλήρωσης του συντάξιμου εισοδήματος από επικουρικές συντάξεις σε ελεύθερη πτώση. Επικείμενες και μακροπρόθεσμες συνέπειες Η παραπάνω κατάργηση κοινωνικών πόρων ύψους 350 εκατ. ευρώ δεν θα είναι, κατά την άποψή μας, η μόνη. Τα τελευταία διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία (για το 2011) δείχνουν ότι το ύψος των ετήσιων κοινωνικών πόρων για το σύνολο του ασφαλιστικού συστήματος ανέρχεται σε 2 δισ. ευρώ, ενώ το πολυνομοσχέδιο προβλέπει ότι, σημαντικοί κοινωνικοί πόροι του ΟΓΑ και του ΟΑΕΕ θα εισπράττονται από το Υπουργείο Οικονομικών και όχι από τους ίδιους φορείς, στους οποίους θα αποδίδονται ετησίως. Εκτός από τις άμεσες επιπτώσεις στη ροή των εσόδων αυτών των φορέων και άρα στη βραχυχρόνια χρηματοδοτική τους ρευστότητα, το παραπάνω μέτρο ενέχει το σοβαρό κίνδυνο – λόγω πολιτικής σκοπιμότητας και πιθανής μεθόδευσης – ενσωμάτωσης των εσόδων από τους κοινωνικούς πόρους των ταμείων κύριας σύνταξης, στον υπολογισμό του συνολικού ύψους των κρατικών επιχορηγήσεων που δίδονται προς αυτά, που, ως γνωστόν, υπόκειται στους μνημονιακούς περιορισμούς βάσει δεσμευτικών στόχων. Εάν επιβεβαιωθούν οι παραπάνω προβλέψεις, επίκεινται στο κοντινό μέλλον θεσμικές εξελίξεις που προαλείφουν περαιτέρω μειώσεις παροχών στις κύριες συντάξεις. Η πιθανότητα της παραπάνω εξέλιξης είναι μεγάλη διότι το διακύβευμα είναι μεγάλο. Οι κοινωνικοί πόροι και τα έσοδα από άλλες πηγές – πλην κοινωνικών εισφορών και κρατικών επιχορηγήσεων – αποτελούσαν το 2011 το 10,5% των συνολικών εσόδων όλου του συστήματος κοινωνικής προστασίας στη χώρα μας. Αυτό αποτελεί θεσμική ιδιαιτερότητα της ελληνικής περίπτωσης, σε απόκλιση από το μέσο όρο της Ε.Ε. (3,7%) και κάθε μία χώρα ξεχωριστά. Αυτήν την απόκλιση επιδιώκει να εξαλείψει η τρόικα, ξεκινώντας από το πολυνομοσχέδιο. Φαίνεται λοιπόν ότι οι διαπραγματεύσεις και αποφάσεις για νέο δάνειο προς τη χώρα μας από τους Ευρωπαίους «εταίρους» και νέο μνημόνιο που θα ξεκινήσουν τον Μάιο και θα ληφθούν μετά τις ευρωεκλογές, θα περιέχουν νέα μέτρα και στο ασφαλιστικό σύστημα και ότι οι κρυφές «εκκρεμότητες» ως προς τις δομικές αλλαγές δεν έχουν ικανοποιηθεί πλήρως. Σε κάθε περίπτωση, η τάση είναι αυτή που προδιέγραψε η Εθνική Αναλογιστική Αρχή στη μελέτη που δημοσίευσε τον Ιανουάριο του 2012: δραματική μείωση των ποσοστών αναπλήρωσης και των κύριων και των επικουρικών συντάξεων, που θα οδηγήσει μεταξύ 2020-2060 τη συντριπτική πλειονότητα των συνταξιούχων κάτω από τη γραμμή της φτώχειας. Φυσικά, οι προβολές εκείνες δεν έχουν λάβει υπόψη τις αλλεπάλληλες, έκτοτε μειώσεις στο ύψος όλων των ειδών συντάξεων και τη ριζική αλλαγή του συστήματος επικουρικής ασφάλισης και εφάπαξ που με το πολυνομοσχέδιο γενικεύεται. Όπως επανειλημμένα επαναλαμβάνεται από όλους τους αναλυτές και πολιτικά σκεπτόμενους, μέσα από τη συστηματική διάβρωση των εσόδων από τις θεσμικές αλλαγές, την ύφεση, την ανεργία και τη μείωση των εισοδημάτων, το συνταξιοδοτικό σύστημα οδηγείται συνειδητά σε πλήρη αδυναμία εξασφάλισης αξιοπρεπούς διαβίωσης στους ηλικιωμένους και το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης σε πλήρη έκπτωση. Γράφτηκε από την Μαρία Καραμεσίνη. Κυριακή, 30 Μαρτίου 2014 http://www.epohi.gr/portal/koinonia/16520-i-katargisi-ton-koinonikon-poron-tou-asfalistikoy-systimatos

Η ελληνική κρίση σε ευρωπαϊκή προοπτική: φεμινιστική κριτική

Ένα εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο εξόδου από την κρίση δεν διαπνέεται εξ ορισμού από ένα όραμα για μια κοινωνία ισότητας των φύλων και γυναικείας απελευθέρωσης από όλες τις μορφές ανδρικής καταπίεσης στην ιδιωτική και δημόσια σφαίρα Ζούμε στην Ευρώπη τη μεγαλύτερη από το 1929 δομική κρίση του αναπτυγμένου καπιταλισμού, οι δε λαοί των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας τη ζουν με ιδιαίτερα δραματικό τρόπο. Αυτή η κρίση είναι ακόμη σε εξέλιξη, εφόσον τα δομικά της αίτια δεν έχουν αντιμετωπιστεί ακόμα. Μεταξύ των προηγμένων οικονομιών, η Ε.Ε. αντιμετώπισε τη μεγαλύτερη ύφεση μετά την Ιαπωνία το 2009 και την πιο αργή ανάκαμψη το 2010 και το 2011. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στη χρηματιστικοποίηση των ευρωπαϊκών οικονομιών, τη διόγκωση της αγοράς ακινήτων και τη μεγάλη διασύνδεση του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος με αυτό των ΗΠΑ. Οφείλεται εξίσου στην πολιτική διαχείριση της κρίσης. Η Ε.Ε. είναι σήμερα το κύριο προπύργιο της μονεταριστικής και νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας, παρά τη ρεαλιστική χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ από τα τέλη του 2009 και μετά, προς ενίσχυση των τραπεζών και ανάσχεση της διάχυσης της κρίσης δημόσιου χρέους από την ευρωπαϊκή περιφέρεια στο σύνολο της Ευρωζώνης, με διαλυτικές συνέπειες για την ΟΝΕ. Αφενός η δημοσιονομική πολιτική το 2008-9 ήταν λιγότερο επεκτατική στην Ε.Ε. ως σύνολο σε σχέση και με τις υπόλοιπες αναπτυγμένες οικονομίες και πολλές από τις αναδυόμενες, αφετέρου ο περιορισμός των δημοσίων ελλειμμάτων είναι σήμερα πρώτη προτεραιότητα σε όλη την Ε.Ε. και όχι μόνο στις χώρες της Ευρωζώνης που βρίσκονται υπό την επιτήρηση της τρόικας (Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία) ή τις άλλες δύο (Ισπανία και Ιταλία) που προσπαθούν να «εξευμενίσουν» τις αγορές και να αποφύγουν την προσφυγή στους μηχανισμούς «διάσωσης» και τα επίσημα Μνημόνια. Οι πολιτικές λιτότητας και διάλυσης του κοινωνικού κράτους έχουν βυθίσει την Ε.Ε. σε νέα ύφεση από το τέλος του 2011, με αποτέλεσμα την άνοδο της ανεργίας και την επιδείνωση της κρίσης χρέους και της κρίσης της ΟΝΕ. Στο πλαίσιο αυτό, η ορθότητα της συνταγής της δημοσιονομικής εξυγίανσης αμφισβητείται όχι μόνο από τους πληττόμενους λαούς και τα κοινωνικά κινήματα, αλλά από έναν ολοένα αυξανόμενο αριθμό επιστημόνων και πολιτικών δυνάμεων στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο. Πουθενά η αποτυχία της συνταγής και η ανάγκη για πολιτική εναλλακτική λύση δεν είναι πιο εμφανής από ό, τι στην Ελλάδα, με το τεράστιο κοινωνικό κίνημα διαμαρτυρίας των δύο τελευταίων χρόνων και το θεαματικό αποτέλεσμα του ΣΥΡΙΖΑ στις πρόσφατες εκλογές. Η ανάγκη για προοδευτική εναλλακτική λύση υπαγορεύεται επίσης - με αρνητικό τρόπο - από την απειλητική εκλογική άνοδο της ναζιστικής άκρας δεξιάς. Ένα εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο εξόδου από την κρίση δεν διαπνέεται εξ ορισμού από ένα όραμα για μια κοινωνία ισότητας των φύλων και γυναικείας απελευθέρωσης από όλες τις μορφές ανδρικής καταπίεσης στην ιδιωτική και δημόσια σφαίρα. Ούτε εμπεριέχει οπωσδήποτε προτάσεις άμεσου ή μακροπρόθεσμου πολιτικού, ιδεολογικού, οικονομικού και κοινωνικού μετασχηματισμού προς αυτή την κατεύθυνση. Για παράδειγμα, η φεμινιστική οπτική έλειψε από το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ στις δύο πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις, για λόγους που δεν μπορώ να αναλύσω σ’ αυτήν την ομιλία. Αυτή θα επικεντρωθεί σε τέσσερα ζητήματα: α) Σε τι μας χρησιμεύει η οπτική του φύλου για την ανάλυση της κρίσης; Ποιες είναι οι διαφορετικές επιπτώσεις της ελληνικής κρίσης σε άνδρες και γυναίκες; β) Πόσο μας βοηθά η ελληνική περίπτωση για να καταλάβουμε τα διλήμματα πολιτικής απέναντι στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι λαϊκές τάξεις και οι γυναίκες σε άλλες χώρες της Ε.Ε.; δ) Ποιες είναι οι προκλήσεις της εποχής μας για τις φεμινίστριες γενικά και τις αριστερές φεμινίστριες της Ευρώπης ειδικότερα; * Ελληνική κρίση και διάσταση/οπτική του φύλου Από τον Μάιο 2010, η Ελλάδα εφαρμόζει το πιο αυστηρό πρόγραμμα οικονομικής και δημοσιονομικής προσαρμογής στην Ε.Ε. και ένα από τα πιο αυστηρά που έχει ποτέ επιβάλει το ΔΝΤ στην ιστορία του. Πρόκειται για μια «θεραπεία σοκ» που έχει οδηγήσει σε σωρευτική μείωση του ΑΕΠ κατά 17% μέσα σε δυόμισι χρόνια. Η ανεργία έχει φτάσει το 24,5% (επίσημα στοιχεία), οι ονομαστικοί μισθοί στον ιδιωτικό τομέα έχουν ήδη μειωθεί κατά περίπου 20%, ενώ στον δημόσιο τομέα κατά 35% περίπου, ένας αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων δεν καλύπτεται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και υπηρεσίες υγείας και δεν ασφαλίζεται για σύνταξη και υγεία, η επισφαλής κατάσταση των μεταναστών έχει χειροτερέψει δραματικά - όχι μόνο από οικονομική άποψη - ενώ η φτώχεια επεκτείνεται ραγδαία. Πριν την κρίση, η ανεργία των γυναικών ανέρχονταν στο 12%. Σήμερα έχει φθάσει στο 28%. Το ανδρικό ποσοστό ανεργίας ανέβηκε από το 5% στο 22%. Η ανεργία στις νέες γυναίκες 15-24 ετών ανέρχεται σήμερα στο 61% έναντι 46,5% στους νεαρούς άνδρες. Μια πραγματική κοινωνική καταστροφή, ενώ η ελληνική νεολαία συνειδητοποιεί ότι δεν υπάρχει μέλλον γι 'αυτήν στη χώρα. Η ανεργία των γυναικών δεν τροφοδοτείται μόνο από απολύσεις. Πολύ μεγάλος αριθμός γυναικών, στις ηλικίες των 30, 40 και 50, που προηγουμένως δεν αναζητούσαν εργασία, μπήκαν στην αγορά εργασίας για να ενισχύσουν το συρρικνούμενο οικογενειακό εισόδημα. Οι περισσότερες εντάχθηκαν τις στρατιές των ανέργων. Όσον αφορά την καταστροφική εξέλιξη της απασχόλησης, ενώ η κρίση ξεκίνησε από την οικοδομή και τη μεταποίηση, με πρώτο θύμα την ανδρική απασχόληση, η τεράστια μείωση των εισοδημάτων που προέκυψε από την άνοδο ανεργίας και τις πολιτικές άγριας λιτότητας, περικοπών και φορολόγησης οδήγησε στη συρρίκνωση του τομέα των υπηρεσιών, που συγκέντρωνε το 79% των εργαζόμενων γυναικών πριν την έναρξη της κρίσης. Αυτή η συρρίκνωση έβαλε τη γυναικεία απασχόληση στο μάτι του κυκλώνα. Στον δημόσιο τομέα, οι απολύσεις συμβασιούχων έπληξαν πολύ περισσότερο τις γυναίκες απ’ ό,τι τους άνδρες, ο δραστικός περιορισμός των προσλήψεων έθαψε τις επαγγελματικές προοπτικές χιλιάδων νέων μορφωμένων γυναικών που επικρατούσαν έναντι των ανδρών στις προσλήψεις κατά τη δεκαετία του 2000, ενώ οι αλλαγές στο συνταξιοδοτικό σύστημα ώθησαν πρόωρα στη σύνταξη πολλές γυναίκες υπαλλήλους μέσης ηλικίας. Η γυναικεία απασχόληση έχει μειωθεί κατά 14% από την αρχή της κρίσης, ενώ το ποσοστό του γυναικείου πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας που απασχολείται από 49% σε 42%. Αν και οι αντίστοιχες μειώσεις στους άνδρες ήταν ακόμα μεγαλύτερες, αυτό που έχει ιδιαίτερη πολιτική σημασία να τονίσουμε είναι ότι η τρέχουσα κρίση στην Ελλάδα και οι καταστροφικές πολιτικές που ακολουθούνται από το 2010 στο όνομα της εξόδου απ’ αυτήν όχι μόνο έχουν αντιστρέψει την τάση διαρκούς ποσοτικής και ποιοτικής βελτίωσης της συμμετοχής των γυναικών στην αμειβόμενη εργασία, που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1980, αλλά έχουν οδηγήσει σε ραγδαία οπισθοδρόμηση. Όσον αφορά τις μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις, οι άνδρες πλήττονται περισσότερο από τις μειώσεις στις υψηλές κλίμακες, ενώ οι γυναίκες από τις μειώσεις στις κατώτατες κλίμακες όπως και από τις θεσμικές αλλαγές που ρυθμίζουν τις κατώτατες αποδοχές: μείωση κατώτατου μισθού και βασικών μισθών συλλογικών συμβάσεων, αναστολή της επέκτασης συλλογικών συμβάσεων σε μη συνδικαλισμένους κ.λπ. Διαφορετικές επιπτώσεις ανά φύλο παρατηρούνται επίσης και στις θεσμικές αλλαγές και περικοπές στους τομείς της ασφάλισης, της υγείας, της κοινωνικής φροντίδας. Ο κύριος στόχος της τελευταίας μεταρρύθμισης του συστήματος συντάξεων ήταν η αντιμετώπιση της οικονομικής του κατάρρευσης, με τη δραστική περικοπή των δικαιωμάτων των συνταξιούχων. Ενώ αυτές οι περικοπές αφορούν και τα δύο φύλα, η αύξηση της πραγματικής ηλικίας συνταξιοδότησης θα είναι πολύ μεγαλύτερη στις γυναίκες, ενώ το νέο σύστημα υπολογισμού του ύψους της σύνταξης με βάση τις αποδοχές ολόκληρου του εργάσιμου βίου τις τιμωρεί περισσότερο, διότι αυτές έχουν κατά μέσο όρο πολύ βραχύτερο ιστορικό εργασίας και ασφάλισης από τους άνδρες (υψηλότερος κίνδυνος και μεγαλύτερης διάρκειας ανεργίας, αποχωρήσεις από το εργατικό δυναμικό λόγω ανατροφής παιδιών, μεγαλύτερη συμμετοχή στην ανασφάλιστη εργασία κ.λπ.). Οι αναθεωρήσεις της λίστας φαρμάκων και διαγνωστικών εξετάσεων και της συμμετοχής των ασφαλισμένων είχαν σημαντικές επιπτώσεις για τις γυναίκες. Για παράδειγμα, η συμμετοχή των εγκύων στις εξετάσεις προγεννητικού ελέγχου αυξήθηκε από 0% στο 25% και όλων των γυναικών για υπέρηχο μαστού και μικροβιολογικές εξετάσεις κολπικού υγρού από 0% στο 100%. Από την άλλη, τα αλλεπάλληλα πακέτα μέτρων υπονομεύουν τη διαθεσιμότητα, προσβασιμότητα και ποιότητα των κοινωνικών υπηρεσιών για μια σειρά από λόγους: μειωμένη χρηματοδότηση, δραστικός περιορισμός του αριθμού των συμβασιούχων παντού, των αναπληρωτών και ωρομισθίων καθηγητών στα σχολεία, μη αντικατάσταση των μονίμων υπαλλήλων που βγαίνουν στη σύνταξη, συγχωνεύσεις δημόσιων σχολείων και νοσοκομείων, καθυστέρηση πληρωμής προμηθευτών ιατρικού και υγειονομικού υλικού στα νοσοκομεία, περικοπή εφημεριών γιατρών κ.λπ. Οι δημόσιες υπηρεσίες φροντίδας παιδιών απειλούνται λόγω της δραστικής περικοπής των οικονομικών πόρων των δήμων, σε μια εποχή όπου οι μεσαίου εισοδήματος οικογένειες δεν μπορούν πλέον να αγοράσουν ιδιωτικές υπηρεσίες φροντίδας και αναζητούν μια θέση σε δημόσιο βρεφονηπιακό σταθμό ή νηπιαγωγείο. Μετατόπιση της κοινωνική ζήτησης από ιδιωτικές σε δημόσιες υπηρεσίες παρατηρείται και στον τομέα της εκπαίδευσης και της υγείας. Η μείωση του εισοδήματος των μεσαίων τάξεων έχει αρνητικές επιπτώσεις και στην απασχόληση των γυναικών μεταναστριών ως καθαρίστριες και φροντίστριες παιδιών και ηλικιωμένων, ενώ είναι βέβαιο ότι οι υπηρεσίες υποκαθίστανται με απλήρωτη οικιακή εργασία και ότι το μεγαλύτερο μέρος της το επωμίζονται οι γυναίκες. Οι ίδιες κυρίως καλούνται να τα φέρουν βόλτα με το μειωμένο οικογενειακό εισόδημα και να απορροφήσουν τις τριβές, εντάσεις και την ενδοοικογενειακή βία που προκύπτουν από τη μακροχρόνια ανδρική ανεργία και την κρίση που αυτή επιφέρει στην ανδρική ταυτότητα. Ως εκ τούτου, η κρίση ενισχύει τη σημασία της καθολικής πρόσβασης στη δημόσια υγεία, εκπαίδευση και κοινωνική φροντίδα ως καθοριστικό δίχτυ προστασίας των φτωχότερων και των υπό εκπτώχευση κοινωνικών στρωμάτων από όλα τα αρνητικά επακόλουθα της δραστικής μείωσης των εισοδημάτων. Αξίζει να θυμίσουμε ότι η ισότητα στην εκπαίδευση και την αμειβόμενη εργασία, η απασχόληση στον δημόσιο τομέα και η κοινωνική φροντίδα αποτέλεσαν ιστορικά και συνεχίζουν να αποτελούν κοινές για όλες τις χώρες προϋποθέσεις για την οικονομική ανεξαρτησία και την απελευθέρωση των γυναικών από την ανδρική εξουσία και καταπιεστικούς κοινωνικούς ρόλους και πρότυπα. Οι κατακτήσεις αυτές δεν ήταν το φυσιολογικό προϊόν μιας γενικής κοινωνικής εξέλιξης και των κοινωνικών αγώνων αλλά αποτέλεσμα μακρόχρονων αγώνων του γυναικείου κινήματος και των ίδιων των γυναικών για αλλαγή νοοτροπιών, εξουσιαστικών πρακτικών και καταπιεστικών θεσμών. Η σημερινή καταστροφική πορεία της απασχόλησης και η συντελούμενη διάλυση των εργασιακών δικαιωμάτων, του δημόσιου τομέα και του κοινωνικού κράτους στην Ελλάδα δεν προκαλεί μόνο γενική κοινωνική οπισθοδρόμηση. Υπονομεύει και τα θεμέλια πάνω στα οποία στηρίχθηκε τα τελευταία χρόνια η πρόοδος των γυναικών ως προς την οικονομική ανεξαρτησία και τον αυτοπροσδιορισμό. * Η ελληνική περίπτωση σε ευρωπαϊκή προοπτική Όπως και στην Ελλάδα, έτσι και στις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. η οικονομική κρίση έχει μέχρι σήμερα πλήξει περισσότερο την ανδρική απασχόληση, αλλά οι γυναίκες εξακολουθούν να βρίσκονται σε πολύ χειρότερη θέση στην αγορά εργασίας απ’ ό,τι οι άνδρες. Επίσης, παντού, η κρίση αντέστρεψε την τάση συνεχούς βελτίωσης της θέσης των γυναικών στην αγορά εργασίας, που παρατηρήθηκε τις προηγούμενες δεκαετίες. Οι γυναίκες κατά κανόνα πληρώνουν περισσότερο από τους άνδρες τις περικοπές στο κοινωνικό κράτος και τη συρρίκνωση της απασχόλησης στον δημόσιο τομέα, ενώ η ενδοοικογενειακή βία εις βάρος τους αυξάνεται - φαινόμενο γνωστό και από προηγούμενες κρίσεις. Το ελληνικό πρόγραμμα οικονομικής και δημοσιονομικής εξυγίανσης μπορεί να θεωρηθεί ως μια παραδειγματική τιμωρία σε έναν λαό που κατηγορείται ως υπεύθυνος για την ασωτία, απληστία και διαφθορά των πολιτικών και οικονομικών του ελίτ. Ταυτόχρονα, οι ηγεμονικές δυνάμεις στην Ευρώπη, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και αξιωματούχοι της Ε.Ε. υποστηρίζουν ότι η ελληνική περίπτωση είναι μοναδική, αποκρύπτοντας τον συστημικό χαρακτήρα της κρίσης και τη γενική επίθεση του κεφαλαίου απέναντι στα εργασιακά δικαιώματα και το κοινωνικό κράτος σε όλες τις χώρες της Ε.Ε., παρόλο που η κλίμακα της επίθεσης κυμαίνεται ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε χώρας. Ανεξάρτητα από την προέλευση της κρίσης, η συνταγή στην Ε.Ε. είναι η ίδια για όλες τις χώρες: συρρίκνωση του δημόσιου τομέα και του κράτους πρόνοιας με στόχο την επίτευξη πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων και τη μείωση του δημόσιου χρέους. Η επέκταση των προγραμμάτων και μνημονίων από την Ελλάδα στην Ιρλανδία και Πορτογαλία και της ίδιας πολιτικής χωρίς μνημόνια στην Ισπανία και την Ιταλία, με τεράστιες κοινωνικές συνέπειες, καθώς και η καταφανής αποτυχία της "θεραπείας σοκ" στην Ελλάδα - τελευταία και στην Πορτογαλία - θέτουν κοινά διλήμματα πολιτικής στους θεσμούς της Ε.Ε., τις κυβερνήσεις και τους λαούς της Ευρωζώνης και της Ε.Ε.: 1. Η δημοσιονομική προσαρμογή πρέπει να επιτευχθεί μέσω ύφεσης ή ανάπτυξης; 2. Με την αύξηση της φορολογίας των υψηλών εισοδημάτων και περιουσιών ή με τη μείωση των δημοσίων δαπανών και/ή με την αύξηση της φορολογίας χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων; 3. Πρέπει η Ε.Ε. να προωθήσει περαιτέρω τον κοινωνικό και φορολογικό ανταγωνισμό μεταξύ των κρατών μελών της, στο όνομα της αποκατάστασης της ανταγωνιστικότητας και των εξωτερικών ανισορροπιών; Ή θα πρέπει να προωθήσει την εναρμόνιση της φορολογίας του κεφαλαίου και τον καθορισμό ελάχιστων ορίων κοινωνικής προστασία και να επανεκκινήσει την προσπάθεια για οικονομική και κοινωνική συνοχή, με τη διοχέτευση κοινοτικών πόρων μεγάλης κλίμακας για επενδύσεις στις χώρες που είναι οικονομικά ασθενέστερες; * Προκλήσεις για τις φεμινίστριες Με αφορμή την κρίση χρέους της χώρας της, η αργεντίνα φεμινίστρια οικονομολόγος Βαλέρια Εσκιβέλ έγραφε ότι, σε συνθήκες δομικής κρίσης, θα πρέπει πρώτα να δημιουργηθεί ο αναγκαίος «πολιτικός χώρος» και «χώρος πολιτικής» ώστε οι όποιες εναλλακτικές λύσεις να καταστούν εφικτές. Εννοούσε ότι μόνο η κοινωνική και πολιτική παρέμβαση των μαζών μπορεί να διευρύνει τα κατεστημένα όρια άσκησης πολιτικής και να εκβάλει σε ριζοσπαστικές λύσεις. Το ερώτημα είναι αν φεμινίστριες στην Ευρώπη είναι σήμερα πρόθυμες να συμμετάσχουν, μαζί με άλλα προοδευτικά κοινωνικά κινήματα και πολιτικές δυνάμεις, στη δημιουργία αυτών των χώρων και στην αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων. Πάντως οι αριστερές φεμινίστριες είναι σε θέση να δείξουν ότι, σε καιρούς δομικής κρίσης του καπιταλισμού, δεν μπορεί να υπάρξει μέλλον για την ισότητα των φύλων και τη γυναικεία απελευθέρωση εν απουσία ενός εναλλακτικού σχεδίου εξόδου από αυτήν. Είναι επίσης σε θέση να δείξουν ότι αυτή η εναλλακτική λύση θα πρέπει να περιλαμβάνει την πλήρη αναδιοργάνωση όχι μόνο της παραγωγής, αλλά και της κοινωνικής αναπαραγωγής, καθώς και την αναμόρφωση των σχέσεων των δύο φύλων, των ρόλων φύλου και των αξιών στην οικογένεια, την οικονομία, την κοινωνία και την πολιτική ώστε η εναλλακτική λύση να είναι προς όφελος γυναικών και ανδρών. Ήδη, πέραν της καταγγελίας των καταστροφών που προκαλούν οι νεοφιλελεύθερες συνταγές εξόδου από την κρίση, πάρα πολλές φεμινίστριες διεθνώς συγκλίνουν στην ανάγκη ενσωμάτωσης στα εναλλακτικά προγράμματα εξόδου από την κρίση της πρότασης δημιουργίας μιας «οικονομίας φροντίδας» μέσα από δημόσιες επενδύσεις στις κοινωνικές υποδομές. Ιδέα που θεμελιώνεται στην αρχή της «οικονομίας των αναγκών» και έρχεται να αντιμετωπίσει τις αυξανόμενες ανάγκες φροντίδας των ηλικιωμένων σε κοινωνίες με γρήγορη δημογραφική γήρανση. Άλλες φεμινίστριες εργάζονται πάνω στο τρόπο που προώθηση της «πράσινης οικονομίας» θα ευνοεί εξίσου άνδρες και γυναίκες. Όπως και τα υπόλοιπα κινήματα, στην κρίση που ζούμε, το φεμινιστικό κίνημα αντιμετωπίζει μεγάλες προκλήσεις. Η μεγαλύτερη είναι να δείξει ότι η ισότητα των φύλων δεν είναι είδος πολυτελείας για καιρούς οικονομικής άνθησης, αλλά απαράγραπτος στόχος πάλης στο σήμερα, στο όνομα των αρχών που θέλουμε να διέπουν την κοινωνία που επιδιώκουμε να οικοδομήσουμε. Το παρόν κείμενο παρουσιάστηκε στο Θερινό Πανεπιστήμιο του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, που έλαβε χώρα στην Πορταριά, 17 -22 Ιουλίου 2012 στην «Ημέρα για το Φύλο»: Εναρκτήρια Ομιλία - 17 Ιουλίου 2012 http://archive.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=719817 Ημερομηνία δημοσίευσης: 11/10/2012

Ευρωπαϊκή υποκρισία για την ανεργία των νέων

Με τις προβλέψεις για την ευρωζώνη να δίνουν ύφεση 0,4-0,6% για δεύτερη χρονιά και τα τελευταία στοιχεία για την ανεργία των νέων να δείχνουν μεγάλη άνοδο μέσα σε δύο χρόνια –από 19,6% σε 24,4% μεταξύ Απριλίου 2011 και Απριλίου 2013– η Κομισιόν ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα παράταση της προθεσμίας μείωσης των δημοσίων ελλειμμάτων σε έξι χώρες της Ε.Ε., ενώ οι υπουργοί Εργασίας και Οικονομικών της Γαλλίας και της Γερμανίας πάλι «έβγαλαν από το μανίκι τους» νέους άσους για την επόμενη Σύνοδο Κορυφής του Ιουνίου: ένα ευρωπαϊκό Νιου Ντιλ για την ανάπτυξη και την απασχόληση, το οποίο θα περιλαμβάνει και ένα «πραγματικό», κατά δήλωση Ολάντ, σχέδιο αντιμετώπισης της ανεργίας των νέων. Τρεις λόγοι υποκρισίας Οι ανακοινώσεις αποτελούν άλλη μία επιβεβαίωση της υποκρισίας των Ευρωπαίων ηγετών απέναντι στο ζήτημα της ανεργίας των νέων, ιδίως των Γάλλων και των Γερμανών που παίζουν κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής πολιτικής. Υποκρισία για τρεις τουλάχιστον λόγους. Πρώτον, διότι η αισθητή άνοδος της ανεργίας των νέων τα δύο τελευταία χρόνια ήταν η αναμενόμενη παράπλευρη απώλεια των πολιτικών λιτότητας που οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι ηγέτες αποφάσισαν και οι πρωτοβουλίες τους επιδιώκουν να δώσουν στα θύματα την εντύπωση ότι εργάζονται για το καλό τους. Δεύτερον, διότι οι ανακοινώσεις έγιναν προτού εξασφαλιστούν πρόσθετοι πόροι πέραν των 6 δισ. ευρώ που έχουν δεσμευτεί για προγράμματα απασχόλησης των νέων από τα Ευρωπαϊκά Ταμεία την περίοδο 2014-2020. Εξάλλου, ακόμα και το παραπάνω ποσό είναι καταφανώς αναντίστοιχο με τον αριθμό των άνεργων νέων στην Ε.Ε. στους οποίους υποτίθεται ότι, σύμφωνα με πρόσφατη Σύσταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, τα κράτη μέλη της Ε.Ε. θα πρέπει να εγγυώνται είτε την προσφορά θέσης εργασίας είτε τη συνέχιση της εκπαίδευσης είτε μαθητεία ή κατάρτιση, σε διάστημα τεσσάρων μηνών από το τέλος της εκπαίδευσης ή την είσοδο στην ανεργία. Την ίδια στιγμή, η νέα ιδέα - πρόταση των γαλλογερμανών για παροχή μεγάλου ύψος δανείων από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις για τη δημιουργία θέσεων εργασίας βρίσκεται σε εντελώς διερευνητικό στάδιο, όπως φάνηκε από τις δηλώσεις του προέδρου της Τράπεζας, που είπε ότι δεν υπάρχει μέχρι τώρα κανένα μεγαλόπνοο σχέδιο. Ο τρίτος λόγος της υποκρισίας έχει να κάνει με το ίδιο το περιεχόμενο της ευρωπαϊκής πολιτικής για την αντιμετώπιση της ανεργίας των νέων που συνοψίζεται στο δίπτυχο κατάρτιση-διεθνής κινητικότητα και μεταφράζεται σε «αναμονή μέχρι την ανάκαμψη» και «επιδοτούμενη μετανάστευση». Αναμονή σε θέσεις κατάρτισης Η ένταξη των νέων σε προγράμματα κατάρτισης (μαθητεία, πρακτική άσκηση, συνεχιζόμενη επαγγελματική κατάρτιση) και, σε ορισμένες περιπτώσεις, η επανεκπαίδευση αποτελούν το άλφα και το ωμέγα της ευρωπαϊκής πολιτικής για την αντιμετώπιση της ανεργίας των νέων στο πλαίσιο των ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης. Η κυρίαρχη άποψη στα οικονομικά της εργασίας αποδίδει την τελευταία είτε στον υψηλό κατώτατο μισθό είτε στην κακή σύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας είτε στην αναντιστοιχία των προσόντων με τις απαιτήσεις των θέσεων εργασίας. Σε περιόδους ύφεσης, η άποψη αυτή αποδεικνύεται υποκριτική, προσπαθώντας να συγκαλύψει ότι η ανεργία των νέων οφείλεται σε έλλειψη ευκαιριών απασχόλησης και όχι στα ελλιπή προσόντα των ανέργων. Στην πραγματικότητα, σε περιόδους ύφεσης, η επιδοτούμενη κατάρτιση διατηρεί τους νέους σε κατάσταση αναμονής, δίνοντάς τους και κάποιο χαμηλό εισόδημα, μέχρις ότου η οικονομία ανακάμψει και τους απορροφήσει σε νέες θέσεις απασχόλησης. Επίσης, μειώνοντας το εργατικό κόστος, οδηγεί σε λιγότερες προσλήψεις ή και σε απολύσεις εργαζομένων με υψηλότερο κόστος. Επιδοτούμενη μετανάστευση Τους τελευταίους μήνες, λόγω της συνεχιζόμενης και επεκτεινόμενης κρίσης και της αλματώδους ανόδου της ανεργίας των νέων στην περιφέρεια της ευρωζώνης, εισήχθη στην ευρωπαϊκή πολιτική για την καταπολέμηση της ανεργίας των νέων η διάσταση της διεθνούς κινητικότητας των νέων με σκοπό τη μαθητεία/κατάρτιση. Στο πλαίσιο αυτό, ο ΟΑΕΔ επιδοτεί την πρακτική άσκηση στο εξωτερικό φοιτητών πανεπιστημίων (μέχρι 3 μήνες) και σπουδαστών ΤΕΙ (μέχρι 6 μήνες). Εάν αυτό συνδυαστεί και με το γερμανικό πρόγραμμα επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης διάρκειας 2,5 έως 3,5 ετών για νέους 18 έως 35 ετών με απολυτήριο λυκείου από άλλες χώρες της Ε.Ε., ιδίως από τον ευρωπαϊκό Νότο, που θα ξεκινήσει σε τρεις-τέσσερις μήνες και στο οποίο θα συμμετέχουν νέοι από τη χώρα μας, τότε βρισκόμαστε μπροστά στην έναρξη του φαινομένου της επιδοτούμενης μετανάστευσης προς το Βορρά της Ευρώπης, ως μοναδική λύση στο πρόβλημα απασχόλησης και έλλειψης επαγγελματικού μέλλοντος των «χαμένων γενεών» του Νότου. Με την οργάνωση πλέον των μεταναστευτικών ροών και άρα τη διευκόλυνσή τους, μπαίνουμε σε μία καινούργια φάση επιτάχυνσης της διαρροής του εκπαιδευμένου νεανικού δυναμικού της χώρας μας –και των υπόλοιπων χωρών της Ε.Ε. με υψηλή ανεργία– προς τις χώρες του Βορρά της Ευρώπης και κυρίως τη Γερμανία, που υποκριτικά θα εμφανίζουν την εκμετάλλευση του εκπαιδευμένου εργατικού δυναμικού του Νότου ως «εξυπηρέτηση», «παροχή» και ένδειξη «αλληλεγγύης» προς τους υπερχρεωμένους εταίρους που δεν μπορούν να λύσουν τα προβλήματα μόνοι τους. * Η Μ. Καραμεσίνη είναι καθηγήτρια Οικονομικών της Εργασίας και της Κοινωνικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. http://www.epohi.gr/portal/politiki/12603-2013-06-02-13-54-07

Δευτέρα 28 Απριλίου 2014

Αποτελεί το «πρωτογενές πλεόνασμα» επίτευγμα;

Η διεθνής και εγχώρια αρθρογραφία γύρω από την πρόσφατη ανακοίνωση της Eurostat για το «πρωτογενές πλεόνασμα» περιστράφηκε γύρω από τα εξής ερωτήματα (α) τι κρύβεται πίσω από τη μέθοδο υπολογισμού του πλεονάσματος από τη Eurostat; (β) αποτελεί επίτευγμα και για ποιους; (γ) σηματοδοτεί την έξοδο από την κρίση και επιστροφή στην κανονικότητα, όπως διατείνονται οι κ.κ. Σαμαράς και Βενιζέλος;
Το πρωτογενές πλεόνασμα είναι μία ακατανόητη έννοια για τους περισσότερους πολίτες και  άρα προσφέρεται για πολιτική εκμετάλλευση από την κυβέρνηση και την τρόικα. Ορίζεται ως το ποσό κατά το οποίο υπερβαίνουν τα τακτικά δημόσια έσοδα τις δημόσιες δαπάνες, πλην εκείνων που αφορούν την πληρωμή των τόκων του δημόσιου χρέους. Όπως επισήμανε και η Wall Street Journal, η Eurostat σκόπιμα αφαίρεσε από τον υπoλογισμό του πρωτογενούς αποτελέσματος του προϋπολογισμού του 2013 που ανακοίνωσε δημόσιες δαπάνες ύψους 10,8% του ΑΕΠ για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Έτσι μετέτρεψε σε πλασματικό πρωτογενές πλεόνασμα 1,5 δισ. (ή 0,8% του ΑΕΠ) ένα κανονικό πρωτογενές έλλειμμα 15,8 δισ. (ή 8,7% του ΑΕΠ) που, από κοινού με την ανάγκη πληρωμής τόκων ύψους 7,2 δις (ή 4% του ΑΕΠ), αύξησαν το δημόσιο χρέος από 157% του ΑΕΠ το 2012 στο 175% του ΑΕΠ το 2013. Ασχέτως εάν οι δαπάνες ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών ήταν έκτακτες και δεν θα επαναληφθούν, το 2013 έκλεισε αναντίρρητα με πρωτογενές έλλειμμα, όχι πλεόνασμα. Άρα ο συγκεκριμένος υπολογισμός του πλεονάσματος από τη Eurostat συνιστά αναφανδόν πολιτική εξυπηρέτηση προς την ελληνική κυβέρνηση, συμβάλλοντας ενεργά στην οικοδόμηση του success story με το οποίο αυτή βομβαρδίζει συστηματικά τον ελληνικό λαό.   
Η πολιτική εκμετάλλευση του «πρωτογενούς πλεονάσματος» δεν σταματάει εδώ. Όπως φαίνεται από τα παραπάνω στοιχεία το «πρωτογενές πλεόνασμα» του 2013 κάλυψε ένα πολύ μικρό μέρος των τόκων εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους της ίδιας χρονιάς. Συνεπώς δεν προέκυψε κανένα πραγματικό περίσσευμα προς διανομή και αξιοποίηση από το κράτος, όπως προπαγανδίζεται από την κυβέρνηση και τα μήντια και συνοψίζεται στη ρήση «οι θυσίες του ελληνικού λαού έπιασαν τόπο και ένας μέρος του πλεονάσματος του επιστρέφεται ως κοινωνικό μέρισμα». Αυτό σημαίνει ότι το «κοινωνικό μέρισμα» των 525 εκ. ευρώ θα βαρύνει τις δαπάνες του 2014, ενώ το 1 δισ. ευρώ για την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου προς ιδιώτες έχει ήδη προβλεφθεί να καλυφθεί με τους πόρους από τον πρόσφατο δανεισμό του δημοσίου από τις «αγορές» με πενταετή ομόλογα. Συνεπώς, η επιχείρηση εξαγοράς ψήφων με τις προεκλογικές παροχές που επέτρεψε στην κυβέρνηση η τρόικα συνδέεται στενά με την επιχείρηση εξαπάτησης των πολιτών.
Αποτελεί το «πρωτογενές πλεόνασμα» επίτευγμα; Ναι, για τους επίσημους δανειστές της χώρας, αλλά μόνο εφόσον αυτό αποδειχθεί διατηρήσιμο και αυξανόμενο τα επόμενα χρόνια, σύμφωνα με τις δεσμεύσεις του Μνημονίου, του υπό ψήφιση μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα 2015-2018 και του θεσμοθετημένου μηχανισμού «ενισχυμένης επιτήρησης» από την Ε.Ε. των κρατών της ευρωζώνης που εξέρχονται από τα Μνημόνια, μέχρι την αποπληρωμή του 75% των δανείων που έλαβαν.
Ναι, για τη συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, γιατί καμώνονται ότι το πρωτογενές πλεόνασμα ανοίγει το δρόμο για δανεισμό από τις «αγορές» με χαμηλότερα επιτόκια, ενώ αποκρύπτουν ότι η επιδίωξη πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξης του 3%, 4% ή 4,5% του ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια βάζουν ταφόπλακα στις αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας, αποτελώντας μόνιμο μηχανισμό ύφεσης και καταστροφής. 
Ναι, για την τρόικα και την ελληνική κυβέρνηση, διότι το «πρωτογενές πλεόνασμα» του 2013 και κυρίως αυτά που θα επακολουθήσουν σηματοδοτούν την ολοκλήρωση του σχεδίου τους που υλοποιήθηκε μέσω των Μνημονίων και περιλαμβάνει τη συντριβή των εργασιακών κατακτήσεων, την συρρίκνωση του (κοινωνικού) κράτους και την πλήρη κατίσχυση του χρηματιστικού κεφαλαίου, των πολυεθνικών και των ισχυρότερων μερίδων του εγχώριου κεφαλαίου στους οποίους ξεπουλιέται η δημόσια περιουσία επί ων μικρότερων επιχειρήσεων και των ανεξάρτητων επαγγελματιών.
Ναι για την κυβέρνηση, διότι της επιτρέπει να «διαπραγματευτεί» και να εμφανίσει ως δικά της επιτεύγματα αυτά που έχουν αποφασίσει η κ. Μέρκελ και οι σύμμαχοι της Γερμανίας για την αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους (επιμήκυνση της αποπληρωμής, μείωση επιτοκίων), σε συνδυασμό με ένα νέο δάνειο για την κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού των ετών 2015-2016 και, το πιθανότερο, ένα νέο μνημόνιο. 
Είναι φανερό ότι τα παραπάνω «επιτεύγματα» όχι μόνο δεν συνιστούν επιστροφή του ελληνικού λαού στην «κανονικότητα», όπως διατείνονται οι Σαμαράς και Βενιζέλος, αλλά αντίθετα εδραιώνουν και εμβαθύνουν περαιτέρω τη διαδικασία κοινωνικής αποδιάρθρωσης και οπισθοδρόμησης της τελευταίας τετραετίας. 
Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για την έξοδο από την κρίση έχει ως αφετηρία τη συστηματική, όλα τα τελευταία χρόνια, κριτική του «πρωτογενούς πλεονάσματος» ως κομβικού στόχου των Μνημονίων και του ταξικού περιεχομένου της διαδικασίας δημοσιονομικής «εξυγίανσης». Η μόνη χρησιμότητα του πρωτογενούς πλεονάσματος για μια αριστερή-προοδευτική κυβέρνηση είναι οι βαθμοί ελευθερίας που αυτό θα έδινε απέναντι στους δανειστές της χώρας στη διαπραγμάτευση για το κούρεμα και την αλλαγή των κανόνων εξυπηρέτησης του χρέους (ρήτρα ανάπτυξης), υπό την προϋπόθεση της ριζικής μεταρρύθμισης της φορολογίας και αναθεώρησης των δημοσίων δαπανών προς την κατεύθυνση της κοινωνικής αποτελεσματικότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Τέσσερα χρόνια μνημόνια: επιπτώσεις και αντιστάσεις από τη μεριά των γυναικών



Στην τρέχουσα κρίση δεν δοκιμάζονται μόνο οι πρακτικές και οι αξίες της συλλογικής αντίστασης, της αλληλεγγύης, της ενεργού συμμετοχής και της κοινωνικής χειραφέτησης των πολιτών έναντι αυτών του κυνισμού, της ιδιοτέλειας, της απάθειας, της ιδιώτευσης και της μοιρολατρικής αποδοχής τετελεσμένων. Συντελείται επίσης αθόρυβα εντός της οικογένειας και στην κοινωνία η αναδιαπραγμάτευση των έμφυλων ρόλων

Από το 2010 μέχρι σήμερα, οι πολιτικές λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης των μνημονίων μείωσαν ραγδαία το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού, σκόρπισαν φτώχεια και ανασφάλεια και επέφεραν δραματικές ανατροπές στην εργασία και την καθημερινή ζωή γυναικών και ανδρών. Οι παραπάνω πολιτικές συρρίκνωσαν εξίσου την ανδρική και γυναικεία απασχόληση, όμως οι γυναίκες πλήττονται περισσότερο απ’ ότι οι άνδρες από την ανεργία και την απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων στον ιδιωτικό τομέα, τις πιέσεις που δέχεται η οικογένεια για να καλύψει με δραστικά μειωμένο εισόδημα τις ανάγκες των μελών που δεν υποστηρίζονται από το κοινωνικό κράτος και τις τριβές/συγκρούσεις μεταξύ των δύο φύλων που οξύνονται λόγω της κρίσης. Παρά τα υψηλά ποσοστά κατάθλιψης που εμφανίζουν οι γυναίκες, σύμφωνα με τις σχετικές έρευνες – υψηλότερα από αυτά των ανδρών – οι γυναίκες αντιστέκονται δυναμικά στην κρίση και τα Μνημόνια τόσο στην ιδιωτική σφαίρα όσο και στο δημόσιο χώρο.

Ανατροπές στην εργασία των γυναικών

Η κρίση και οι μνημονιακές πολιτικές είχαν μέχρι σήμερα και συνεχίζουν να έχουν δραματικές επιπτώσεις στην απασχόληση, την ανεργία και τους όρους εργασίας ανδρών και γυναικών. Στις γυναίκες επέφεραν πλήρηαντιστροφή της τάσης των προηγούμενων δεκαετιών συνεχούς ποσοτικής και ποιοτικής βελτίωσης της θέσης τους στην αμειβομένη εργασία.

Ποια θέση όμως είχαν κατακτήσει οι γυναίκες στην αμειβόμενη εργασία πριν την κρίση, την οποία ανέτρεψαν και αντέστρεψαν οι μνημονιακές πολιτικές; Από τη μία πλευρά, οι γυναίκες υπερ-αντιπροσωπεύονταν στοευέλικτο εργατικό δυναμικό που εμπλέκονταν σε προσωρινή ή μερική απασχόληση, η εργαζόταν χωρίς αμοιβή σε οικογενειακές επιχειρήσεις, σε θέσεις εργασίας που καταλάμβαναν κυρίως νέες, μετανάστριες και γυναίκες χαμηλού και μεσαίου εκπαιδευτικού επιπέδου. Από την άλλη πλευρά, η άνοδος του εκπαιδευτικού επιπέδου των γυναικών είχε οδηγήσει τη δυναμική είσοδο ιδίως των πιο μορφωμένων σε θέσεις σταθερής απασχόλησης και σε προστατευμένους κλάδους της οικονομίας, κυρίως στο δημόσιο τομέα, και ταεπαγγέλματα υψηλού κύρους. Είναι χαρακτηριστικό ότι, το 2008, 81,5% των γυναικών μισθωτών είχαν σταθερή και πλήρη απασχόληση και 33,1% είχαν μόνιμη απασχόληση στο δημόσιο τομέα, ενώ 49,2% όλων των εργαζόμενων σε επιστημονικά επαγγέλματα και 50,2% των εργαζόμενων σε τεχνολογικά επαγγέλματα ήσαν γυναίκες.

Τι συνέβη κατά τη διάρκεια της κρίσης; Μεταξύ 2008 και 2013 η γυναικεία απασχόληση συρρικνώθηκε κατά 19%, ενώ το ποσοστό απασχόλησης του γυναικείου πληθυσμού ηλικίας 20-64 ετών έπεσε κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες, επιστρέφοντας στο επίπεδο του 1998. Η συρρίκνωση της ανδρικής απασχόληση την ίδια πενταετία ήταν ακόμα μεγαλύτερη (22,3%). Αυτό συνέβη διότι κατά η πρώτη διετία της κρίσης έπληξε κυρίως την μεταποίηση και τις κατασκευές και την ανδρική απασχόληση, εφόσον η γυναικεία απασχόληση, συγκεντρωμένη κατά 79% στις υπηρεσίες, παρέμεινε σχετικά προστατευμένη και υποχώρησε ελαφρά.

Η υιοθέτηση του πρώτου μνημονίου ήταν καταλυτική, διότι γενίκευσε και εμβάθυνε την ύφεση στο σύνολο της οικονομίας. Ως αποτέλεσμα της συρρίκνωσης των εισοδημάτων και της ζήτησης, σημειώθηκαν αθρόες απολύσεις στους κλάδους του εμπορίου και των ιδιωτικών υπηρεσιών, ενώ ο δημόσιος τομέας μείωσε δραστικά τους συμβασιούχους και σταμάτησε να προσλαμβάνει, πριν περάσει στις εφεδρείες, τις διαθεσιμότητες και, τελευταία, τις απολύσεις. Την τετραετία 2010-2013 η γυναικεία απασχόληση μειώθηκε κατά 16,5% (ακριβώς το ίδιο με την ανδρική), όμως οι ανισότητες φύλου απέναντι στην ανεργία παρέμειναν τεράστιες εις βάρος των γυναικών, με την ανεργία να πλήττει σήμερα μία στις τρεις γυναίκες και έναν στους τέσσερεις άνδρες που βρίσκονται στην αγορά εργασίας (ποσοστά ανεργίας Δεκεμβρίου 2013 32% και 24.5% αντίστοιχα). Ακόμα και στα κορίτσια 15-24 και τις νέες γυναίκες 25-29 ετών, τα ποσοστά ανεργίας είναι πολύ υψηλότερα των αγοριών/νέων ανδρών.

Δραστικές αλλαγές στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα

Η υπονόμευση της μονιμότητας της απασχόλησης στο δημόσιο τομέακαι οι προσλήψεις με το σταγονόμετρο έχουν υπονομεύσει τις επαγγελματικές προοπτικές κυρίως των μορφωμένων γυναικών και των νέων κοριτσιών που μπαίνουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση σε επιστημονικούς κλάδους των οποίων οι απόφοιτοι έχουν ως κύρια επαγγελματική διέξοδο τον δημόσιο τομέα. Η διαθεσιμότητα των εκπαιδευτικών επαγγελματικών λυκείων – γυναικών στην πλειονότητα – είναι ένα πρόσφατο παράδειγμα του πώς ο δημόσιος τομέας έπαψε πλέον να αποτελεί για τις γυναίκες εργοδότη όχι μόνο μη προσλαμβάνοντας αλλά και απολύοντας γυναικείο εργατικό δυναμικό. Παράλληλα, η κατάργηση κυρίως «γυναικείων» ειδικοτήτων από τα επαγγελματικά λύκεια και η μεταφορά τους στα ΙΕΚ (όπου ισχύουν δίδακτρα) στερούν από κορίτσια των λαϊκών τάξεων το δικαίωμα στην δωρεάν παιδεία, που αποτέλεσε ιστορικά την απαραίτητη προϋπόθεση για την οικονομική χειραφέτηση των γυναικών των χαμηλών και μεσαίων στρωμάτων μέσω της πρόσβασης στην απασχόληση.

Όσον αφορά τον ιδιωτικό τομέα, στον οποίο απασχολείται το υπόλοιπο μέρος του γυναικείου πληθυσμού – το πιο ευάλωτο –, εκεί οι αμοιβές και τα εργασιακά δικαιώματα αφενός έχουν περιοριστεί με μνημονιακούς νόμους αφετέρου καταστρατηγούνται στην πράξη. Οι γυναίκες αποτελούν τα μεγαλύτερα θύματα αυτών των εξελίξεων εφόσον αφενός υπερ-αντιπροσωπεύονται στις ευέλικτες μορφές απασχόλησης και στους χαμηλόμισθους εργαζόμενους και όσους αμείβονται με τις κατώτατες αποδοχές, αφετέρου είναι πιο υποχωρητικές από τους άνδρες στις ατομικές διαπραγματεύσεις μισθών και στους εκβιασμούς των εργοδοτών για επιβολή όρων και συνθηκών εργασίας που καταστρατηγούν δικαιώματα. Τέλος, η μητρότητα τις καθιστά περισσότερο ευάλωτες στις απόπειρες των εργοδοτών για περικοπές κόστους.

Οι ετήσιες εκθέσεις πεπραγμένων του ΣΕΠΕ παρέχουν στοιχεία για εργατικές διαφορές που αφορούν την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών στην απασχόληση και την εργασία και τη νομοθεσία για τις γονικές άδειες. Η συντριπτική πλειονότητα των παραβιάσεων αφορούν τη μητρότητα. Αφορούν τον απολύσεις εγκύων ή μητέρων κατά τη διάρκεια προστασίας της μητρότητας, τον εξαναγκασμό εγκύων σε παραίτηση, τη μη χορήγηση της ειδικής παροχής προστασίας της μητρότητας ή τη βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας σε προστατευόμενες μητέρες ή κατά την επάνοδο στην εργασία, όπως π.χ. η εφαρμογή της εκ περιτροπής απασχόλησης, που εντόπισε σε ειδική έκθεση ο Συνήγορος του Πολίτη.

Δικαίωμα στη μητρότητα (και πατρότητα)

Ακόμα χειρότερα από τις παραπάνω επιπτώσεις, υπονομεύεται το ίδιο το δικαίωμα των γυναικών στην μητρότητα ταυτόχρονα με το δικαίωμα των νέων στην οικονομική ανεξαρτησία και τη δημιουργία οικογένειας. Η υψηλή ανεργία, η επισφάλεια και οι πολύ χαμηλές αμοιβές στερούν από πολλά νέα ζευγάρια τη δυνατότητα να ζήσουν μαζί και από τις νέες γυναίκες και άνδρες την επιλογή να κάνουν παιδιά. Οι γάμοι μειώθηκαν κατά 12% μεταξύ 2010-2012, ενώ οι γεννήσεις κατά 12.5% την ίδια διετία. Το ποσοστό του ανασφάλιστου πληθυσμού χωρίς πρόσβαση στη δημόσια υγειονομική περίθαλψη έφθασε το 28% στα τέλη του 2013. Έτσι μία ανασφάλιστη έγκυος πρέπει να πληρώσει 650 ευρώ για τον προγεννητικό έλεγχο, άλλα 650 ευρώ για τον φυσιολογικό τοκετό ή 1200 ευρώ για καισαρική. Την ίδια στιγμή, η βρεφική θνησιμότητα, που προηγουμένως εμφάνιζε πτωτική τάση, αυξήθηκε κατά 43% μεταξύ 2008 και 2011, ενώ την ίδια περίοδο αυξήθηκαν κατά 19% οι γεννήσεις μωρών χαμηλού βάρους, κυρίως λόγω της έλλειψης πρόσβασης σε ιατρική παρακολούθηση κατά την εγκυμοσύνη.

Επιπτώσεις στην οικογένεια και τις σχέσεις των δύο φύλων

Άλλες επιπτώσεις των μνημονιακών πολιτικών είναι πολύ λιγότερο ορατές, διότι εμφανίζονται στο εσωτερικό της οικογένειας. Τέτοιες είναι το διαρκές στρες των γυναικών για να τα φέρουν βόλτα με τις ανάγκες στο σπίτι με περιορισμένα οικονομικά, να στηρίξουν ψυχολογικά τα μέλη της οικογένειας που δεν έχουν δουλειά και οικονομικά την οικογένεια όταν αποτελούν το μοναδικό μέλος του νοικοκυριού που έχει δουλειά, να φροντίσουν παιδιά και ηλικιωμένους όταν οι αιτήσεις για τοποθέτηση των παιδιών τους σε παιδικούς σταθμούς απορρίπτονται, όταν το ολοήμερο σχολείο περιορίζει το ωράριο λειτουργίας, όταν το πρόγραμμα του δήμου για βοήθεια ηλικιωμένων στο σπίτι καταργείται, όταν καταρρέουν οι δομές ειδικής αγωγής παιδιών, όταν τα προγράμματα απεξάρτησης χρηστών εξαρτησιογόνων ουσιών περικόπτονται ή όταν υπολειτουργούν τα θεραπευτήρια χρόνιων παθήσεων. Αθέατες επιπτώσεις της κρίσης είναι και οι συγκρούσεις μεταξύ συζύγων-συντρόφων και η ανδρική βία κατά των γυναικών που πολλαπλασιάζονται σε συνθήκες κρίσης της ανδρικής ταυτότητας λόγω παρατεταμένης ανεργίας και οξυμένων προβλημάτων επιβίωσης της οικογένειας, είναι και ο εγκλωβισμός γυναικών με παιδιά σε ανεπιθύμητους γάμους και σχέσεις λόγω οικονομικής επισφάλειας. Τα παραπάνω  φαινόμενα υποσκάπτουν την ψυχική υγεία, την ασφάλεια, την αξιοπρέπεια και την αυτοεκτίμηση των γυναικών και δηλητηριάζουν την καθημερινότητά τους. 

Η Γραμμή SOS της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων (ΓΓΙΦ) καθώς και έρευνα της ΕΜΑΣ και του Ανδρολογικού Ινστιτούτου παρέχουν κάποιες ενδείξεις, αλλά εντέλει απουσιάζει μία εμπειρική έρευνα μεγάλης κλίμακας για το θέμα. Από άποψη πολιτικών αρωγής των θυμάτων, πρόσφατα τέθηκαν σε λειτουργία τα περισσότερα από τα 39 συμβουλευτικά κέντρα της ΓΓΙΦ και των Δήμων καθώς και περίπου 15 ξενώνες φιλοξενίας κακοποιημένων γυναικών. Ωστόσο απουσιάζουν εντελώς δομές που μπορούν να παρέχουν στήριξη στους άνδρες-θύτες ή σε ζευγάρια που αντιμετωπίζουν έντονες μεταξύ τους συγκρούσεις.

Το στρες και οι πιέσεις που δέχονται οι γυναίκες επηρεάζουν αρνητικά την ψυχική τους υγεία. Πρόσφατη μελέτη του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγιεινής (ΕΠΙΨΥ) του Πανεπιστημίου Αθηνών αποκαλύπτει την αύξηση των καταθλιπτικών επεισοδίων κατά 50% μεταξύ 2011 και 2013 καθώς και την ανησυχητική αύξηση της μείζονος κατάθλιψης στον ελληνικό πληθυσμό από 3,3% το 2008 στο 12,3% το 2013. Είναι χαρακτηριστικό ότι η μείζων κατάθλιψη πλήττει περισσότερο τις γυναίκες από τους άνδρες (15,6% του γυναικείου έναντι 9% του ανδρικού πληθυσμού).

Οι γυναίκες δυναμικός παράγοντας αντίστασης στην κρίση

Η έμπρακτη και παραγνωρισμένη αντίσταση των γυναικών στην κρίση δεν εκφράζεται μόνο στην ιδιωτική σφαίρα, όπου αυτές καλούνται και αναλαμβάνουν περισσότερες υποχρεώσεις σε εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες και με τίμημα την αύξηση του στρες και της κατάθλιψης. Εκφράζεται και στη δημόσια σφαίρα με πολλαπλούς τρόπους.

Πρώτον, σε πείσμα του ιλιγγιώδους ύψους της γυναικείας ανεργίας, δεν αποθαρρύνονται από τη διεκδίκηση του δικαιώματος στην αμειβόμενη εργασία. Τα στατιστικά στοιχεία μας λένε ότι, από την αρχή της κρίσης, χιλιάδες γυναίκες που πριν ήταν εκτός αγοράς εργασίας άρχισαν να αναζητούν εργασία για να αντισταθμίσουν τις συνέπειες στο οικογενειακό εισόδημα από την τεράστια υποχώρηση της ανδρικής απασχόλησης, τις πολιτικές των μνημονίων και την εκτίναξη της ανεργίας των νέων στα ύψη και την αύξηση των οικονομικών υποχρεώσεων των οικογενειών. Οι γυναίκες 30 έως 64 ετών αύξησαν σε αξιοσημείωτο βαθμό τη συμμετοχή τους στην αγορά εργασίας, παρόλο που την ίδια στιγμή οι εργαζόμενες άνω των 50 ωθούνταν μέσω των αλλαγών στο ασφαλιστικό σύστημα και κινήτρων εθελούσιας εξόδου στην πρόωρη συνταξιοδότηση και την έξοδο από την αγορά εργασίας.

Αυτή η τεράστια κινητοποίηση των γυναικών προς αναζήτηση αμειβόμενης εργασίας σημειώνεται παράλληλα με την δυναμικήκινητοποίηση γυναικών που έχουν εργασία για τη διατήρησή της. Οι καθαρίστριες του υπ. Οικονομικών δίνουν υποδειγματικό αγώνα. Το ίδιο υποδειγματική ήταν και η απεργία των διοικητικών υπαλλήλων των πανεπιστημίων – στην πλειονότητά τους γυναίκες – ενάντια στη διαθεσιμότητα. Οι γυναίκες δηλαδή αρνούνται να παίξουν το ρόλο εφεδρικού στρατού εργασίας για το σύστημα. Τέλος οι γυναίκες αποτελούν την ψυχή και την πλειονότητα των εθελοντών όλων τωνδομών κοινωνικής αλληλεγγύης σε όλη τη χώρα και άλλων κινημάτων όπως αυτό των Σκουριών για τα μεταλλεία χρυσού.

Δομική κρίση και αναδιαπραγμάτευση των έμφυλων ρόλων και σχέσεων

Αποτελεί ειρωνεία ότι ενώ όλες οι ενδείξεις κραυγάζουν ότι οι γυναίκες αποτελούν δυναμικό παράγοντα αντίστασης στην τρέχουσα κρίση και είναι ορατές στο δημόσιο χώρο και στους κοινωνικούς αγώνες, συντελείται ταυτόχρονα μία συντηρητικοποίηση και αναδίπλωση της κοινωνίας προς πιο παραδοσιακά πρότυπα για τους ρόλους των δύο φύλων, ενώ εμφανίζεται και μια δυσανεξία απέναντι στις φεμινιστικές διεκδικήσεις για ισότητα των φύλων. Συντηρητικοποίηση που δεν περιορίζεται στον επιθετικό ανδρισμό της Χρυσής Αυγής και την  ιδεολογία συντηρητικών και πατριωτικών κομμάτων και φορέων, αλλά διαπερνά οριζόντια το κοινωνικό σώμα και παρατηρείται και στη ριζοσπαστική αριστερά. Στην καλύτερη περίπτωση, οι «δυσανεκτικοί» θεωρούν την ισότητα των φύλων σχεδόν κατακτημένη και τις εμμένουσες ανισότητες φύλου πρόβλημα «πολυτελείας» μπροστά στην καταβαράθρωση της κοινωνίας και της χώρας και την ανάγκη για αρραγές μέτωπο κοινωνικών αγώνων.

Κάθε δομική κρίση του καπιταλισμού αποτελεί περίοδο έντονων ιδεολογικών αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων, και προπαντός αλλαγών στις κοινωνικές πρακτικές, που οδηγούν στη διαμόρφωση των νέων κυρίαρχων ιδεών, αντιλήψεων και κοινωνικών προτύπων. Στην τρέχουσα κρίση δεν δοκιμάζονται μόνο οι πρακτικές και οι αξίες της συλλογικής αντίστασης, της αλληλεγγύης, της ενεργού συμμετοχής και της κοινωνικής χειραφέτησης των πολιτών έναντι αυτών του κυνισμού, της ιδιοτέλειας, της απάθειας, της ιδιώτευσης και της μοιρολατρικής αποδοχής τετελεσμένων. Συντελείται επίσης αθόρυβα εντός της οικογένειας και στην κοινωνία η αναδιαπραγμάτευση των έμφυλων ρόλων, ταυτοτήτων και σχέσεων και του καταμερισμού εργασίας και των ευθυνών μεταξύ των δύο φύλων, προς το καλύτερο ή το χειρότερο. Το που θα γείρει τελικά η πλάστιγγα δεν έχει κριθεί ακόμα.

Γι’ αυτό ο αγώνας για την ανατροπή των μνημονιακών πολιτικών θα πρέπει να γίνεται στο όνομα και να ανοίξει το δρόμο σε μία ποιο δίκαιη κοινωνία, όπου η ισότητα των φύλων και η έμπρακτη αμφισβήτηση πατριαρχικών δομών και αντιλήψεων θα είναι συστατικό της στοιχείο.

Δημοσίευση στο left.gr