Δευτέρα 28 Απριλίου 2014

Αποτελεί το «πρωτογενές πλεόνασμα» επίτευγμα;

Η διεθνής και εγχώρια αρθρογραφία γύρω από την πρόσφατη ανακοίνωση της Eurostat για το «πρωτογενές πλεόνασμα» περιστράφηκε γύρω από τα εξής ερωτήματα (α) τι κρύβεται πίσω από τη μέθοδο υπολογισμού του πλεονάσματος από τη Eurostat; (β) αποτελεί επίτευγμα και για ποιους; (γ) σηματοδοτεί την έξοδο από την κρίση και επιστροφή στην κανονικότητα, όπως διατείνονται οι κ.κ. Σαμαράς και Βενιζέλος;
Το πρωτογενές πλεόνασμα είναι μία ακατανόητη έννοια για τους περισσότερους πολίτες και  άρα προσφέρεται για πολιτική εκμετάλλευση από την κυβέρνηση και την τρόικα. Ορίζεται ως το ποσό κατά το οποίο υπερβαίνουν τα τακτικά δημόσια έσοδα τις δημόσιες δαπάνες, πλην εκείνων που αφορούν την πληρωμή των τόκων του δημόσιου χρέους. Όπως επισήμανε και η Wall Street Journal, η Eurostat σκόπιμα αφαίρεσε από τον υπoλογισμό του πρωτογενούς αποτελέσματος του προϋπολογισμού του 2013 που ανακοίνωσε δημόσιες δαπάνες ύψους 10,8% του ΑΕΠ για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Έτσι μετέτρεψε σε πλασματικό πρωτογενές πλεόνασμα 1,5 δισ. (ή 0,8% του ΑΕΠ) ένα κανονικό πρωτογενές έλλειμμα 15,8 δισ. (ή 8,7% του ΑΕΠ) που, από κοινού με την ανάγκη πληρωμής τόκων ύψους 7,2 δις (ή 4% του ΑΕΠ), αύξησαν το δημόσιο χρέος από 157% του ΑΕΠ το 2012 στο 175% του ΑΕΠ το 2013. Ασχέτως εάν οι δαπάνες ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών ήταν έκτακτες και δεν θα επαναληφθούν, το 2013 έκλεισε αναντίρρητα με πρωτογενές έλλειμμα, όχι πλεόνασμα. Άρα ο συγκεκριμένος υπολογισμός του πλεονάσματος από τη Eurostat συνιστά αναφανδόν πολιτική εξυπηρέτηση προς την ελληνική κυβέρνηση, συμβάλλοντας ενεργά στην οικοδόμηση του success story με το οποίο αυτή βομβαρδίζει συστηματικά τον ελληνικό λαό.   
Η πολιτική εκμετάλλευση του «πρωτογενούς πλεονάσματος» δεν σταματάει εδώ. Όπως φαίνεται από τα παραπάνω στοιχεία το «πρωτογενές πλεόνασμα» του 2013 κάλυψε ένα πολύ μικρό μέρος των τόκων εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους της ίδιας χρονιάς. Συνεπώς δεν προέκυψε κανένα πραγματικό περίσσευμα προς διανομή και αξιοποίηση από το κράτος, όπως προπαγανδίζεται από την κυβέρνηση και τα μήντια και συνοψίζεται στη ρήση «οι θυσίες του ελληνικού λαού έπιασαν τόπο και ένας μέρος του πλεονάσματος του επιστρέφεται ως κοινωνικό μέρισμα». Αυτό σημαίνει ότι το «κοινωνικό μέρισμα» των 525 εκ. ευρώ θα βαρύνει τις δαπάνες του 2014, ενώ το 1 δισ. ευρώ για την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου προς ιδιώτες έχει ήδη προβλεφθεί να καλυφθεί με τους πόρους από τον πρόσφατο δανεισμό του δημοσίου από τις «αγορές» με πενταετή ομόλογα. Συνεπώς, η επιχείρηση εξαγοράς ψήφων με τις προεκλογικές παροχές που επέτρεψε στην κυβέρνηση η τρόικα συνδέεται στενά με την επιχείρηση εξαπάτησης των πολιτών.
Αποτελεί το «πρωτογενές πλεόνασμα» επίτευγμα; Ναι, για τους επίσημους δανειστές της χώρας, αλλά μόνο εφόσον αυτό αποδειχθεί διατηρήσιμο και αυξανόμενο τα επόμενα χρόνια, σύμφωνα με τις δεσμεύσεις του Μνημονίου, του υπό ψήφιση μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα 2015-2018 και του θεσμοθετημένου μηχανισμού «ενισχυμένης επιτήρησης» από την Ε.Ε. των κρατών της ευρωζώνης που εξέρχονται από τα Μνημόνια, μέχρι την αποπληρωμή του 75% των δανείων που έλαβαν.
Ναι, για τη συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, γιατί καμώνονται ότι το πρωτογενές πλεόνασμα ανοίγει το δρόμο για δανεισμό από τις «αγορές» με χαμηλότερα επιτόκια, ενώ αποκρύπτουν ότι η επιδίωξη πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξης του 3%, 4% ή 4,5% του ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια βάζουν ταφόπλακα στις αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας, αποτελώντας μόνιμο μηχανισμό ύφεσης και καταστροφής. 
Ναι, για την τρόικα και την ελληνική κυβέρνηση, διότι το «πρωτογενές πλεόνασμα» του 2013 και κυρίως αυτά που θα επακολουθήσουν σηματοδοτούν την ολοκλήρωση του σχεδίου τους που υλοποιήθηκε μέσω των Μνημονίων και περιλαμβάνει τη συντριβή των εργασιακών κατακτήσεων, την συρρίκνωση του (κοινωνικού) κράτους και την πλήρη κατίσχυση του χρηματιστικού κεφαλαίου, των πολυεθνικών και των ισχυρότερων μερίδων του εγχώριου κεφαλαίου στους οποίους ξεπουλιέται η δημόσια περιουσία επί ων μικρότερων επιχειρήσεων και των ανεξάρτητων επαγγελματιών.
Ναι για την κυβέρνηση, διότι της επιτρέπει να «διαπραγματευτεί» και να εμφανίσει ως δικά της επιτεύγματα αυτά που έχουν αποφασίσει η κ. Μέρκελ και οι σύμμαχοι της Γερμανίας για την αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους (επιμήκυνση της αποπληρωμής, μείωση επιτοκίων), σε συνδυασμό με ένα νέο δάνειο για την κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού των ετών 2015-2016 και, το πιθανότερο, ένα νέο μνημόνιο. 
Είναι φανερό ότι τα παραπάνω «επιτεύγματα» όχι μόνο δεν συνιστούν επιστροφή του ελληνικού λαού στην «κανονικότητα», όπως διατείνονται οι Σαμαράς και Βενιζέλος, αλλά αντίθετα εδραιώνουν και εμβαθύνουν περαιτέρω τη διαδικασία κοινωνικής αποδιάρθρωσης και οπισθοδρόμησης της τελευταίας τετραετίας. 
Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για την έξοδο από την κρίση έχει ως αφετηρία τη συστηματική, όλα τα τελευταία χρόνια, κριτική του «πρωτογενούς πλεονάσματος» ως κομβικού στόχου των Μνημονίων και του ταξικού περιεχομένου της διαδικασίας δημοσιονομικής «εξυγίανσης». Η μόνη χρησιμότητα του πρωτογενούς πλεονάσματος για μια αριστερή-προοδευτική κυβέρνηση είναι οι βαθμοί ελευθερίας που αυτό θα έδινε απέναντι στους δανειστές της χώρας στη διαπραγμάτευση για το κούρεμα και την αλλαγή των κανόνων εξυπηρέτησης του χρέους (ρήτρα ανάπτυξης), υπό την προϋπόθεση της ριζικής μεταρρύθμισης της φορολογίας και αναθεώρησης των δημοσίων δαπανών προς την κατεύθυνση της κοινωνικής αποτελεσματικότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Τέσσερα χρόνια μνημόνια: επιπτώσεις και αντιστάσεις από τη μεριά των γυναικών



Στην τρέχουσα κρίση δεν δοκιμάζονται μόνο οι πρακτικές και οι αξίες της συλλογικής αντίστασης, της αλληλεγγύης, της ενεργού συμμετοχής και της κοινωνικής χειραφέτησης των πολιτών έναντι αυτών του κυνισμού, της ιδιοτέλειας, της απάθειας, της ιδιώτευσης και της μοιρολατρικής αποδοχής τετελεσμένων. Συντελείται επίσης αθόρυβα εντός της οικογένειας και στην κοινωνία η αναδιαπραγμάτευση των έμφυλων ρόλων

Από το 2010 μέχρι σήμερα, οι πολιτικές λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης των μνημονίων μείωσαν ραγδαία το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού, σκόρπισαν φτώχεια και ανασφάλεια και επέφεραν δραματικές ανατροπές στην εργασία και την καθημερινή ζωή γυναικών και ανδρών. Οι παραπάνω πολιτικές συρρίκνωσαν εξίσου την ανδρική και γυναικεία απασχόληση, όμως οι γυναίκες πλήττονται περισσότερο απ’ ότι οι άνδρες από την ανεργία και την απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων στον ιδιωτικό τομέα, τις πιέσεις που δέχεται η οικογένεια για να καλύψει με δραστικά μειωμένο εισόδημα τις ανάγκες των μελών που δεν υποστηρίζονται από το κοινωνικό κράτος και τις τριβές/συγκρούσεις μεταξύ των δύο φύλων που οξύνονται λόγω της κρίσης. Παρά τα υψηλά ποσοστά κατάθλιψης που εμφανίζουν οι γυναίκες, σύμφωνα με τις σχετικές έρευνες – υψηλότερα από αυτά των ανδρών – οι γυναίκες αντιστέκονται δυναμικά στην κρίση και τα Μνημόνια τόσο στην ιδιωτική σφαίρα όσο και στο δημόσιο χώρο.

Ανατροπές στην εργασία των γυναικών

Η κρίση και οι μνημονιακές πολιτικές είχαν μέχρι σήμερα και συνεχίζουν να έχουν δραματικές επιπτώσεις στην απασχόληση, την ανεργία και τους όρους εργασίας ανδρών και γυναικών. Στις γυναίκες επέφεραν πλήρηαντιστροφή της τάσης των προηγούμενων δεκαετιών συνεχούς ποσοτικής και ποιοτικής βελτίωσης της θέσης τους στην αμειβομένη εργασία.

Ποια θέση όμως είχαν κατακτήσει οι γυναίκες στην αμειβόμενη εργασία πριν την κρίση, την οποία ανέτρεψαν και αντέστρεψαν οι μνημονιακές πολιτικές; Από τη μία πλευρά, οι γυναίκες υπερ-αντιπροσωπεύονταν στοευέλικτο εργατικό δυναμικό που εμπλέκονταν σε προσωρινή ή μερική απασχόληση, η εργαζόταν χωρίς αμοιβή σε οικογενειακές επιχειρήσεις, σε θέσεις εργασίας που καταλάμβαναν κυρίως νέες, μετανάστριες και γυναίκες χαμηλού και μεσαίου εκπαιδευτικού επιπέδου. Από την άλλη πλευρά, η άνοδος του εκπαιδευτικού επιπέδου των γυναικών είχε οδηγήσει τη δυναμική είσοδο ιδίως των πιο μορφωμένων σε θέσεις σταθερής απασχόλησης και σε προστατευμένους κλάδους της οικονομίας, κυρίως στο δημόσιο τομέα, και ταεπαγγέλματα υψηλού κύρους. Είναι χαρακτηριστικό ότι, το 2008, 81,5% των γυναικών μισθωτών είχαν σταθερή και πλήρη απασχόληση και 33,1% είχαν μόνιμη απασχόληση στο δημόσιο τομέα, ενώ 49,2% όλων των εργαζόμενων σε επιστημονικά επαγγέλματα και 50,2% των εργαζόμενων σε τεχνολογικά επαγγέλματα ήσαν γυναίκες.

Τι συνέβη κατά τη διάρκεια της κρίσης; Μεταξύ 2008 και 2013 η γυναικεία απασχόληση συρρικνώθηκε κατά 19%, ενώ το ποσοστό απασχόλησης του γυναικείου πληθυσμού ηλικίας 20-64 ετών έπεσε κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες, επιστρέφοντας στο επίπεδο του 1998. Η συρρίκνωση της ανδρικής απασχόληση την ίδια πενταετία ήταν ακόμα μεγαλύτερη (22,3%). Αυτό συνέβη διότι κατά η πρώτη διετία της κρίσης έπληξε κυρίως την μεταποίηση και τις κατασκευές και την ανδρική απασχόληση, εφόσον η γυναικεία απασχόληση, συγκεντρωμένη κατά 79% στις υπηρεσίες, παρέμεινε σχετικά προστατευμένη και υποχώρησε ελαφρά.

Η υιοθέτηση του πρώτου μνημονίου ήταν καταλυτική, διότι γενίκευσε και εμβάθυνε την ύφεση στο σύνολο της οικονομίας. Ως αποτέλεσμα της συρρίκνωσης των εισοδημάτων και της ζήτησης, σημειώθηκαν αθρόες απολύσεις στους κλάδους του εμπορίου και των ιδιωτικών υπηρεσιών, ενώ ο δημόσιος τομέας μείωσε δραστικά τους συμβασιούχους και σταμάτησε να προσλαμβάνει, πριν περάσει στις εφεδρείες, τις διαθεσιμότητες και, τελευταία, τις απολύσεις. Την τετραετία 2010-2013 η γυναικεία απασχόληση μειώθηκε κατά 16,5% (ακριβώς το ίδιο με την ανδρική), όμως οι ανισότητες φύλου απέναντι στην ανεργία παρέμειναν τεράστιες εις βάρος των γυναικών, με την ανεργία να πλήττει σήμερα μία στις τρεις γυναίκες και έναν στους τέσσερεις άνδρες που βρίσκονται στην αγορά εργασίας (ποσοστά ανεργίας Δεκεμβρίου 2013 32% και 24.5% αντίστοιχα). Ακόμα και στα κορίτσια 15-24 και τις νέες γυναίκες 25-29 ετών, τα ποσοστά ανεργίας είναι πολύ υψηλότερα των αγοριών/νέων ανδρών.

Δραστικές αλλαγές στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα

Η υπονόμευση της μονιμότητας της απασχόλησης στο δημόσιο τομέακαι οι προσλήψεις με το σταγονόμετρο έχουν υπονομεύσει τις επαγγελματικές προοπτικές κυρίως των μορφωμένων γυναικών και των νέων κοριτσιών που μπαίνουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση σε επιστημονικούς κλάδους των οποίων οι απόφοιτοι έχουν ως κύρια επαγγελματική διέξοδο τον δημόσιο τομέα. Η διαθεσιμότητα των εκπαιδευτικών επαγγελματικών λυκείων – γυναικών στην πλειονότητα – είναι ένα πρόσφατο παράδειγμα του πώς ο δημόσιος τομέας έπαψε πλέον να αποτελεί για τις γυναίκες εργοδότη όχι μόνο μη προσλαμβάνοντας αλλά και απολύοντας γυναικείο εργατικό δυναμικό. Παράλληλα, η κατάργηση κυρίως «γυναικείων» ειδικοτήτων από τα επαγγελματικά λύκεια και η μεταφορά τους στα ΙΕΚ (όπου ισχύουν δίδακτρα) στερούν από κορίτσια των λαϊκών τάξεων το δικαίωμα στην δωρεάν παιδεία, που αποτέλεσε ιστορικά την απαραίτητη προϋπόθεση για την οικονομική χειραφέτηση των γυναικών των χαμηλών και μεσαίων στρωμάτων μέσω της πρόσβασης στην απασχόληση.

Όσον αφορά τον ιδιωτικό τομέα, στον οποίο απασχολείται το υπόλοιπο μέρος του γυναικείου πληθυσμού – το πιο ευάλωτο –, εκεί οι αμοιβές και τα εργασιακά δικαιώματα αφενός έχουν περιοριστεί με μνημονιακούς νόμους αφετέρου καταστρατηγούνται στην πράξη. Οι γυναίκες αποτελούν τα μεγαλύτερα θύματα αυτών των εξελίξεων εφόσον αφενός υπερ-αντιπροσωπεύονται στις ευέλικτες μορφές απασχόλησης και στους χαμηλόμισθους εργαζόμενους και όσους αμείβονται με τις κατώτατες αποδοχές, αφετέρου είναι πιο υποχωρητικές από τους άνδρες στις ατομικές διαπραγματεύσεις μισθών και στους εκβιασμούς των εργοδοτών για επιβολή όρων και συνθηκών εργασίας που καταστρατηγούν δικαιώματα. Τέλος, η μητρότητα τις καθιστά περισσότερο ευάλωτες στις απόπειρες των εργοδοτών για περικοπές κόστους.

Οι ετήσιες εκθέσεις πεπραγμένων του ΣΕΠΕ παρέχουν στοιχεία για εργατικές διαφορές που αφορούν την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών στην απασχόληση και την εργασία και τη νομοθεσία για τις γονικές άδειες. Η συντριπτική πλειονότητα των παραβιάσεων αφορούν τη μητρότητα. Αφορούν τον απολύσεις εγκύων ή μητέρων κατά τη διάρκεια προστασίας της μητρότητας, τον εξαναγκασμό εγκύων σε παραίτηση, τη μη χορήγηση της ειδικής παροχής προστασίας της μητρότητας ή τη βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας σε προστατευόμενες μητέρες ή κατά την επάνοδο στην εργασία, όπως π.χ. η εφαρμογή της εκ περιτροπής απασχόλησης, που εντόπισε σε ειδική έκθεση ο Συνήγορος του Πολίτη.

Δικαίωμα στη μητρότητα (και πατρότητα)

Ακόμα χειρότερα από τις παραπάνω επιπτώσεις, υπονομεύεται το ίδιο το δικαίωμα των γυναικών στην μητρότητα ταυτόχρονα με το δικαίωμα των νέων στην οικονομική ανεξαρτησία και τη δημιουργία οικογένειας. Η υψηλή ανεργία, η επισφάλεια και οι πολύ χαμηλές αμοιβές στερούν από πολλά νέα ζευγάρια τη δυνατότητα να ζήσουν μαζί και από τις νέες γυναίκες και άνδρες την επιλογή να κάνουν παιδιά. Οι γάμοι μειώθηκαν κατά 12% μεταξύ 2010-2012, ενώ οι γεννήσεις κατά 12.5% την ίδια διετία. Το ποσοστό του ανασφάλιστου πληθυσμού χωρίς πρόσβαση στη δημόσια υγειονομική περίθαλψη έφθασε το 28% στα τέλη του 2013. Έτσι μία ανασφάλιστη έγκυος πρέπει να πληρώσει 650 ευρώ για τον προγεννητικό έλεγχο, άλλα 650 ευρώ για τον φυσιολογικό τοκετό ή 1200 ευρώ για καισαρική. Την ίδια στιγμή, η βρεφική θνησιμότητα, που προηγουμένως εμφάνιζε πτωτική τάση, αυξήθηκε κατά 43% μεταξύ 2008 και 2011, ενώ την ίδια περίοδο αυξήθηκαν κατά 19% οι γεννήσεις μωρών χαμηλού βάρους, κυρίως λόγω της έλλειψης πρόσβασης σε ιατρική παρακολούθηση κατά την εγκυμοσύνη.

Επιπτώσεις στην οικογένεια και τις σχέσεις των δύο φύλων

Άλλες επιπτώσεις των μνημονιακών πολιτικών είναι πολύ λιγότερο ορατές, διότι εμφανίζονται στο εσωτερικό της οικογένειας. Τέτοιες είναι το διαρκές στρες των γυναικών για να τα φέρουν βόλτα με τις ανάγκες στο σπίτι με περιορισμένα οικονομικά, να στηρίξουν ψυχολογικά τα μέλη της οικογένειας που δεν έχουν δουλειά και οικονομικά την οικογένεια όταν αποτελούν το μοναδικό μέλος του νοικοκυριού που έχει δουλειά, να φροντίσουν παιδιά και ηλικιωμένους όταν οι αιτήσεις για τοποθέτηση των παιδιών τους σε παιδικούς σταθμούς απορρίπτονται, όταν το ολοήμερο σχολείο περιορίζει το ωράριο λειτουργίας, όταν το πρόγραμμα του δήμου για βοήθεια ηλικιωμένων στο σπίτι καταργείται, όταν καταρρέουν οι δομές ειδικής αγωγής παιδιών, όταν τα προγράμματα απεξάρτησης χρηστών εξαρτησιογόνων ουσιών περικόπτονται ή όταν υπολειτουργούν τα θεραπευτήρια χρόνιων παθήσεων. Αθέατες επιπτώσεις της κρίσης είναι και οι συγκρούσεις μεταξύ συζύγων-συντρόφων και η ανδρική βία κατά των γυναικών που πολλαπλασιάζονται σε συνθήκες κρίσης της ανδρικής ταυτότητας λόγω παρατεταμένης ανεργίας και οξυμένων προβλημάτων επιβίωσης της οικογένειας, είναι και ο εγκλωβισμός γυναικών με παιδιά σε ανεπιθύμητους γάμους και σχέσεις λόγω οικονομικής επισφάλειας. Τα παραπάνω  φαινόμενα υποσκάπτουν την ψυχική υγεία, την ασφάλεια, την αξιοπρέπεια και την αυτοεκτίμηση των γυναικών και δηλητηριάζουν την καθημερινότητά τους. 

Η Γραμμή SOS της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων (ΓΓΙΦ) καθώς και έρευνα της ΕΜΑΣ και του Ανδρολογικού Ινστιτούτου παρέχουν κάποιες ενδείξεις, αλλά εντέλει απουσιάζει μία εμπειρική έρευνα μεγάλης κλίμακας για το θέμα. Από άποψη πολιτικών αρωγής των θυμάτων, πρόσφατα τέθηκαν σε λειτουργία τα περισσότερα από τα 39 συμβουλευτικά κέντρα της ΓΓΙΦ και των Δήμων καθώς και περίπου 15 ξενώνες φιλοξενίας κακοποιημένων γυναικών. Ωστόσο απουσιάζουν εντελώς δομές που μπορούν να παρέχουν στήριξη στους άνδρες-θύτες ή σε ζευγάρια που αντιμετωπίζουν έντονες μεταξύ τους συγκρούσεις.

Το στρες και οι πιέσεις που δέχονται οι γυναίκες επηρεάζουν αρνητικά την ψυχική τους υγεία. Πρόσφατη μελέτη του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγιεινής (ΕΠΙΨΥ) του Πανεπιστημίου Αθηνών αποκαλύπτει την αύξηση των καταθλιπτικών επεισοδίων κατά 50% μεταξύ 2011 και 2013 καθώς και την ανησυχητική αύξηση της μείζονος κατάθλιψης στον ελληνικό πληθυσμό από 3,3% το 2008 στο 12,3% το 2013. Είναι χαρακτηριστικό ότι η μείζων κατάθλιψη πλήττει περισσότερο τις γυναίκες από τους άνδρες (15,6% του γυναικείου έναντι 9% του ανδρικού πληθυσμού).

Οι γυναίκες δυναμικός παράγοντας αντίστασης στην κρίση

Η έμπρακτη και παραγνωρισμένη αντίσταση των γυναικών στην κρίση δεν εκφράζεται μόνο στην ιδιωτική σφαίρα, όπου αυτές καλούνται και αναλαμβάνουν περισσότερες υποχρεώσεις σε εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες και με τίμημα την αύξηση του στρες και της κατάθλιψης. Εκφράζεται και στη δημόσια σφαίρα με πολλαπλούς τρόπους.

Πρώτον, σε πείσμα του ιλιγγιώδους ύψους της γυναικείας ανεργίας, δεν αποθαρρύνονται από τη διεκδίκηση του δικαιώματος στην αμειβόμενη εργασία. Τα στατιστικά στοιχεία μας λένε ότι, από την αρχή της κρίσης, χιλιάδες γυναίκες που πριν ήταν εκτός αγοράς εργασίας άρχισαν να αναζητούν εργασία για να αντισταθμίσουν τις συνέπειες στο οικογενειακό εισόδημα από την τεράστια υποχώρηση της ανδρικής απασχόλησης, τις πολιτικές των μνημονίων και την εκτίναξη της ανεργίας των νέων στα ύψη και την αύξηση των οικονομικών υποχρεώσεων των οικογενειών. Οι γυναίκες 30 έως 64 ετών αύξησαν σε αξιοσημείωτο βαθμό τη συμμετοχή τους στην αγορά εργασίας, παρόλο που την ίδια στιγμή οι εργαζόμενες άνω των 50 ωθούνταν μέσω των αλλαγών στο ασφαλιστικό σύστημα και κινήτρων εθελούσιας εξόδου στην πρόωρη συνταξιοδότηση και την έξοδο από την αγορά εργασίας.

Αυτή η τεράστια κινητοποίηση των γυναικών προς αναζήτηση αμειβόμενης εργασίας σημειώνεται παράλληλα με την δυναμικήκινητοποίηση γυναικών που έχουν εργασία για τη διατήρησή της. Οι καθαρίστριες του υπ. Οικονομικών δίνουν υποδειγματικό αγώνα. Το ίδιο υποδειγματική ήταν και η απεργία των διοικητικών υπαλλήλων των πανεπιστημίων – στην πλειονότητά τους γυναίκες – ενάντια στη διαθεσιμότητα. Οι γυναίκες δηλαδή αρνούνται να παίξουν το ρόλο εφεδρικού στρατού εργασίας για το σύστημα. Τέλος οι γυναίκες αποτελούν την ψυχή και την πλειονότητα των εθελοντών όλων τωνδομών κοινωνικής αλληλεγγύης σε όλη τη χώρα και άλλων κινημάτων όπως αυτό των Σκουριών για τα μεταλλεία χρυσού.

Δομική κρίση και αναδιαπραγμάτευση των έμφυλων ρόλων και σχέσεων

Αποτελεί ειρωνεία ότι ενώ όλες οι ενδείξεις κραυγάζουν ότι οι γυναίκες αποτελούν δυναμικό παράγοντα αντίστασης στην τρέχουσα κρίση και είναι ορατές στο δημόσιο χώρο και στους κοινωνικούς αγώνες, συντελείται ταυτόχρονα μία συντηρητικοποίηση και αναδίπλωση της κοινωνίας προς πιο παραδοσιακά πρότυπα για τους ρόλους των δύο φύλων, ενώ εμφανίζεται και μια δυσανεξία απέναντι στις φεμινιστικές διεκδικήσεις για ισότητα των φύλων. Συντηρητικοποίηση που δεν περιορίζεται στον επιθετικό ανδρισμό της Χρυσής Αυγής και την  ιδεολογία συντηρητικών και πατριωτικών κομμάτων και φορέων, αλλά διαπερνά οριζόντια το κοινωνικό σώμα και παρατηρείται και στη ριζοσπαστική αριστερά. Στην καλύτερη περίπτωση, οι «δυσανεκτικοί» θεωρούν την ισότητα των φύλων σχεδόν κατακτημένη και τις εμμένουσες ανισότητες φύλου πρόβλημα «πολυτελείας» μπροστά στην καταβαράθρωση της κοινωνίας και της χώρας και την ανάγκη για αρραγές μέτωπο κοινωνικών αγώνων.

Κάθε δομική κρίση του καπιταλισμού αποτελεί περίοδο έντονων ιδεολογικών αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων, και προπαντός αλλαγών στις κοινωνικές πρακτικές, που οδηγούν στη διαμόρφωση των νέων κυρίαρχων ιδεών, αντιλήψεων και κοινωνικών προτύπων. Στην τρέχουσα κρίση δεν δοκιμάζονται μόνο οι πρακτικές και οι αξίες της συλλογικής αντίστασης, της αλληλεγγύης, της ενεργού συμμετοχής και της κοινωνικής χειραφέτησης των πολιτών έναντι αυτών του κυνισμού, της ιδιοτέλειας, της απάθειας, της ιδιώτευσης και της μοιρολατρικής αποδοχής τετελεσμένων. Συντελείται επίσης αθόρυβα εντός της οικογένειας και στην κοινωνία η αναδιαπραγμάτευση των έμφυλων ρόλων, ταυτοτήτων και σχέσεων και του καταμερισμού εργασίας και των ευθυνών μεταξύ των δύο φύλων, προς το καλύτερο ή το χειρότερο. Το που θα γείρει τελικά η πλάστιγγα δεν έχει κριθεί ακόμα.

Γι’ αυτό ο αγώνας για την ανατροπή των μνημονιακών πολιτικών θα πρέπει να γίνεται στο όνομα και να ανοίξει το δρόμο σε μία ποιο δίκαιη κοινωνία, όπου η ισότητα των φύλων και η έμπρακτη αμφισβήτηση πατριαρχικών δομών και αντιλήψεων θα είναι συστατικό της στοιχείο.

Δημοσίευση στο left.gr